Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΩΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ




Για να κάνει κάποιος μια ολοκληρωμένη κριτική στον καπιταλισμό, χρειάζεται να επιμείνει τόσο στην οικονομική εξαθλίωση που παράγει όσο και στη συγκινησιακή φτώχεια, που είναι άλλη μια συνέπεια αυτού του καθεστώτος.
Ο καπιταλισμός κληρονόμησε και διατήρησε όλη τη μιζέρια που σοφά διαχειρίστηκε και του παρέδωσε η χριστιανική φεουδαρχία –μιλάμε για το σχίσμα του ανθρώπινου θυμικού, την κατασκευή της αντιπαλότητας μεταξύ υλικών επιθυμιών, όπως είναι η σεξουαλική, και συλλογικών ιδανικών, όπως είναι η οικογένεια, η πατρίδα, η θρησκεία, η τέχνη. Σε ό,τι αφορά στη γλώσσα, αυτή η αντιπαράθεση βρίσκει την έκφραση της στο δίπολο σάρκα-πνεύμα.
Ενώ μια μειοψηφία εξακολουθεί να διατηρεί το προνόμιο της ελεύθερης ικανοποίησης των επιθυμιών της, σε ό,τι αφορά στη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, οι επιθυμίες  είναι κάτι που πρέπει να χειραγωγηθεί συναισθηματικά. Όντως, στις ανώτερες τάξεις, ο πλούτος παρέχει τόσες πολλές διευκολύνσεις για την ικανοποίηση των παραμικρών επιθυμιών –όσο μίζερες κι αν μας φαίνονται- έτσι ώστε τις περισσότερες φορές να μετριάζει τη σύγκρουση μεταξύ επιθυμιών και συναισθημάτων.
Παραδόξως, ακόμα και για τους υποπρολετάριους, ακόμα και γι’ αυτούς που δεν έχουν τίποτα και δεν τρέφουν ελπίδες να ξεφύγουν από τη μοίρα τους, παρά μόνο μεμονωμένα, δεν υπάρχει ανάγκη συναισθηματικής καταστολής, εφόσον η οικονομική μιζέρια αρκεί για να περιορίσει τις επιθυμίες τους. Για το λόγο αυτό, είναι κυρίως στους κόλπους των μεσαίων τάξεων το πεδίο στο οποίο παρατηρούνται οι καταστροφικές συνέπειες της σύγκρουσης επιθυμιών και συναισθημάτων. Οι μεσαίες τάξεις σήμερα αποτελούν σχεδόν το σύνολο του δυτικού πληθυσμού, με εξαίρεση μια μικρή μειοψηφία στην κορυφή και άλλη μια στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Για τον υποπρολετάριο και τον καπιταλιστή, η συναισθηματική κατάσταση τείνει να είναι η αντανάκλαση της οικονομικής τους κατάστασης. Όμως, κάτω από το μεγάλο κεφάλαιο –κάτω από ένα όριο που είναι αδύνατον να προσδιορίσουμε οικουμενικά- και μέχρι αυτούς που διακρίνονται από τον υποπρολετάριο μόνο και μόνο επειδή κατέχουν κάτι παραπάνω από τα αναγκαία για την επιβίωση, η δυστυχία της επιθυμίας είναι σχεδόν πάντα μεγαλύτερη από την οικονομική δυστυχία.
Στην καπιταλιστική κοινωνία, η διαδικασία της καταστολής της επιθυμίας σε κάθε άτομο διεξάγεται από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, μέσω της οικογενειακής εκπαίδευσης. Είναι γνωστό σε ποιο βαθμό μπορεί η οικογένεια να γίνει ένας μηχανισμός καταπίεσης. Η έλξη για το γονέα του αντίθετου φύλου, ο ανταγωνισμός με το γονέα του ίδιου φύλου, η κοινή ζωή, όλα αυτά ευνοούν αρχικά, σε αρκετά μεγάλο βαθμό, την εμφάνιση της σεξουαλικής επιθυμίας, της υπερηφάνειας και της περιέργειας στο παιδί, όμως, μόνο και μόνο για να προχωρήσουν στη μετέπειτα βίαιη καταστολή τους. Όταν οι αρχικές παρορμήσεις μετατρέπονται σε συναισθήματα, όπως είναι η τρυφερότητα ή η επιθυμία για ταύτιση με το γονέα του ιδίου φύλου, αυτά τα συναισθήματα –ας σημειωθεί ότι προκειμένου να ευνοηθεί η ανάπτυξή τους, στο παιδί διδάσκονται η ηθική, η θρησκεία, οι πολιτικές απόψεις-, καταλήγουν να αποκτούν, έπειτα από μια μακρά μάχη, τη δύναμη των ηττημένων παρορμήσεων.
Η αγάπη, η υπερηφάνεια, ο εγωισμός έχασαν την αρχική, υλική τους ορμή, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι σε όλη την ενήλικη ζωή υποταγμένα στη δύναμη ενός ηθικού προτάγματος, όπως το Κράτος, η Πατρίδα, ο Θεός, κ.ο.κ.
Ο σύγχρονος άνθρωπος, με τις πρωταρχικές του επιθυμίες κατασταλμένες, είναι εξαιρετικά ακατάλληλος για τη βιαιότητα της αγάπης, του εγωιστικού φόνου, της ηδονής χωρίς ενοχές και για την ορμή των πρωταρχικών ενστίκτων. Αυτή η ανικανότητά του, όπως είναι φυσικό, είναι θεμελιωδώς αμφιθυμική. Ο μέσος δυτικός άνθρωπος αναζητά συνεχώς καταφύγιο στο θέαμα αυτού που δεν μπορεί να κάνει ή που ισχυρίζεται ότι δεν θέλει να κάνει. Έτσι εξηγείται η επιτυχία του κινηματογράφου και ο ενθουσιασμός που σήμερα περιβάλλει την τεχνολογία της εικονικής πραγματικότητας. Ο δυτικός άνθρωπος δείχνει να υποτιμά τις πρωταρχικές του επιθυμίες ή αυταπατάται ότι τις έχει εξευγενίσει. Στην ουσία ισχύει το αντίθετο. Τα κοινωνικά συναισθήματα που εσωτερικεύονται με τη συνδρομή των οικογενειακών, αποκτούν τη δύναμη που αφαίρεσαν τα τελευταία από τα πρωταρχικά ένστικτα. Ο πολλαπλασιασμός των στιγμών συλλογικής έξαρσης βαδίζει χέρι-χέρι με τη φτώχεια της επιθυμίας. Η βιαιότητα που έχει εξοριστεί από την αγάπη και την υπερβολή μπορεί να βρει με αυτόν τον τρόπο διέξοδο.

Η εξιδανίκευση των επιθυμιών
Όσα ειπώθηκαν εξηγούν το λόγο που ο άνθρωπος ανήγαγε το σοσιαλισμό –που εδώ αναφέρεται στο σύνολο των θεωριών που στοχεύουν στην απελευθέρωση του ανθρώπου και όχι σε αυτή τη θλιβερή μάζωξη εργολάβων του σήμερα- σε μια αμετάβλητη και αδιαμφισβήτητη αρχή που αντιπροσωπεύει το Καλό και τη Λογική. Τα σοσιαλιστικά δόγματα, με τις υποσχέσεις τους για κοινωνική απελευθέρωση, κατήγγειλαν την πραγματικότητα μιας μίζερης ζωής και έκαναν να διαφανεί η πιθανότητα μεταμόρφωσής της σε κάτι χαρούμενο. Με αυτό τον τρόπο, έδωσαν στους καταπιεσμένους όχι μόνο την ελπίδα μιας μελλοντικής «λύτρωσης» αλλά και τη συνείδηση των ανεπαρκειών της τωρινής τους κατάστασης. Ο σοσιαλισμός δρα και επεμβαίνει σε αυτόν τον «κακοφτιαγμένο» κόσμο στο όνομα ενός άλλου, μελλοντικού και δίκαιου. Σε αυτήν ακριβώς τη λογική συνοψίζεται όλος ο τεχνητός ανταγωνισμός: η ιδανική ομορφιά, δηλαδή τα συναισθήματα, απέναντι στην υλικότητα της επιθυμίας. Με άλλα λόγια, αφού πρώτα καταπιέστηκαν οι υλικές επιθυμίες, τώρα θεωρούνται και υπεύθυνες για τη δυστυχία μας. Και όπως συνέχεια μας διδάσκουν, τα πράγματα πάνε κατά διαόλου επειδή υπάρχει πολύς εγωισμός.
Με εξαίρεση τους παπάδες, κανείς άλλος δεν θα σκεφτόταν ποτέ να εγγυηθεί τη Γη της Επαγγελίας. Ακόμα και αυτοί που, όπως εμείς, επιθυμούν παθιασμένα μια επανάσταση που θα βάλει τέλος σε αυτόν τον κόσμο, ξέρουν καλά ότι αυτό που θα τον αντικαταστήσει είναι εντελώς άγνωστο. Η αναρχία δεν είναι ο παράδεισος, αλλά το άγνωστο. Και η επανάσταση δεν είναι το μαγικό κλειδί, αλλά η δυνατότητα. Κι όμως, όλη η επαναστατική προπαγάνδα, όλες οι εξεγερσιακές συζητήσεις φαίνεται να θεωρούν δεδομένο ότι μετά την ήττα του καπιταλισμού, θα ζούμε όλοι στη γη της επαγγελίας. Υπάρχει εξήγηση για όλα αυτά. Παρόλο που η ισότητα και η δικαιοσύνη δεν κατοικούν σε αυτόν τον κόσμο –και δεν πρόκειται να τον κατοικήσουν ποτέ-, οι μάζες των ανθρώπων ακούν ευχαρίστως αυτούς που υποστηρίζουν ότι πρέπει να τον κατοικήσουν. Η ζωή μας είναι τόσο μίζερη που δεν γίνεται να μην την καταραστούμε. Και αυτή η κατάρα ρίχνεται στο όνομα ενός Καλού που θα έπρεπε να υπάρχει –ο παράδεισος από τον οποίο εκδιώχθηκαν ο Αδάμ και η Εύα- και που, αργά ή γρήγορα, θα υπάρξει (η αναρχία ή ο κομμουνισμός).
Κι έτσι καταλήγουμε να αντιπαραθέτουμε απέναντι σε αυτό το μίζερο κόσμο στον οποίο καταντήσαμε να ζούμε, όχι την ωμή υλικότητα των επιθυμιών μας, που θα ανέτρεπε τη ροή των πραγμάτων, αλλά έναν αντικατοπτρισμό, ένα συναισθηματικό ιδεώδες. Στην ουσία, πρόκειται για έναν πράο ακτιβισμό, στο όνομα της πιο ανόητης ηθικής.
Αν, όμως, οι συλλογικές εξάρσεις είναι ένας τρόπος για να υλοποιηθούν οι καταπιεσμένες επιθυμίες, αυτό γίνεται πρώτα με τρόπο ιδανικό και εξευγενισμένο κι έπειτα με τρόπο υλικό και βίαιο. Οι συλλογικές εξάρσεις, κυρίως όταν καλύπτονται κάτω από το μανδύα μιας ηθικής επιχείρησης κινητοποίησης ενάντια σε κάποιο «κακό», δομούν ψυχολογικά μια συναίνεση, σε ένα ξέσπασμα χωρίς περιορισμούς και ενοχές. Δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ο πόλεμος είναι κάτι που προετοιμάζεται και διεξάγεται σε όλα τα Κράτη του κόσμου. Για το μέσο άνθρωπο, η εμπόλεμη κατάσταση επιτρέπει την άρση της απαγόρευσης των καταπιεσμένων επιθυμιών και μπορεί να θεωρηθεί, συνειδητά ή όχι, ως ένας αυθεντικός παράδεισος.

Ο ρόλος του χρήματος
Στη διαδικασία εκείνη, που συνίσταται στην προετοιμασία –μέσω της οικογένειας- του σχίσματος της ανθρώπινης συναισθηματικότητας, ώστε να φτάσουμε στη φτώχεια της επιθυμίας, ο καπιταλισμός εισάγει ακόμα ένα στοιχείο, που δεν είναι άλλο από την απόλυτη κυριαρχία του χρήματος. Η δύναμη του χρήματος μπορεί να ισοπεδώσει τόσο τα συναισθήματα όσο και τις επιθυμίες. Κι αυτό διότι από τη φύση του, καθώς εισέρχεται σε κάθε δραστηριότητα, ως αντικείμενο μιας επιθυμίας, η ορμή του στην αρχή συνεργάζεται με τα ιδανικά συναισθήματα, προκειμένου να καταστείλει την υλική επιθυμία. Στη συνέχεια, όμως, στρέφεται και κατά του ίδιου του ιδανικού συναισθήματος.
Στη σημερινή κοινωνία, η τάση προς την απάτη του κέρδους μπορεί ενδεχομένως να ατονήσει, είτε λόγω κορεσμού, όσον αφορά τα ανώτερα στρώματα, είτε λόγω απόγνωσης, όσον αφορά τα χαμηλά. Άρα, θα πρέπει να βρίσκεται μέσα στη μεγάλη μεσαία τάξη, σε αυτούς που μπορούν να ελπίζουν σε κοινωνική αναρρίχηση, ο χώρος στον οποίο κυριαρχεί η εν λόγω τάση.
Τα τεκμήρια μιας αυθεντικής ωριμότητας και ενός ενήλικου πνεύματος στο σύγχρονο κόσμο, τόσο μισητό από τους φασίστες, δεν εκδηλώνονται τόσο στην προσκόλληση στα συλλογικά ιδανικά συναισθήματα όσο με την αναγνώριση της πραγματικότητας και της υπέρτατης εξουσίας του χρήματος. Επιτρέπεται να μην είσαι πατριώτης αλλά όχι και να μην δουλεύεις. Αυτή η υπέρτατη εξουσία του χρήματος επιτίθεται στην υλική βάση της επιθυμίας την οποία και υποτάσσει στο κέρδος. Αλλά, ταυτόχρονα, επιτίθεται και στη συναισθηματική βάση της οικογένειας, των ομάδων, της θρησκείας, της πατρίδας, και προσπαθεί αυτές τις δύο βάσεις να τις συγχωνεύσει με αντιθετικό τρόπο. Από αυτό προκύπτει η παράδοξη –και συνάμα πραγματική- αντίφαση του φιλελεύθερου καπιταλισμού, ο οποίος από τη μια καλλιεργεί και εκθειάζει τα υψηλά συναισθήματα και από την άλλη τα προδίδει και τα εμπαίζει, προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για μια εξαθλίωση του συναισθήματος, που θα είναι ανάλογη με τη μιζέρια της επιθυμίας.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, αν υποθέσουμε πως μια υποπρολεταριακή μειοψηφία θέλει μια επανάσταση που θα ελαφρύνει πάνω από όλα την οικονομική της εξαθλίωση, με την οποία είναι συνδεδεμένη και μια συναισθηματική που τείνει να συγχωνευτεί μαζί της, τα μεγάλα πλήθη της μεσαίας τάξης αντίθετα, στο έλεος ενός ενισχυμένου –ενάντια στην επιθυμία- και συνάμα χλευασμένου –από το χρήμα- ηθικού συστήματος, θέλουν μια κατά κύριο λόγο συναισθηματική επανάσταση, ενάντια στην επιθυμία και ενάντια στο χρήμα.
Αυτή η επανάσταση συνέβη μισό αιώνα πριν, σε δύο μεγάλες χώρες της Ευρώπης. Είναι η φασιστική επανάσταση, που εναντιώθηκε ταυτόχρονα στον υλισμό, που ενσαρκώνεται στους κομουνιστές, και στο χρήμα, που ενσαρκώνεται στους Εβραίους οι οποίοι θεωρούνταν τα αφεντικά του χρηματιστικού κεφαλαίου....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου