Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

Για μια νεολαιίστικη κουλτούρα του αντιφασισμού. Του Ανδρέα Καρίτζη


Η οικονομική κρίση οδηγεί εκτεταμένα τμήματα του πληθυσμού στο περιθώριο. Η στοιχειώδης κάλυψη των αναγκών δεν είναι πια δυνατή, ενώ δεν υπάρχει ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, γεγονός που θέτει σε επερώτηση βασικές πτυχές της στρατηγικής οργάνωσης της ζωής (ατομικός δρόμος κ.ο.κ.), ακυρώνει τα κυρίαρχα μοτίβα κατανόησης της πραγματικότητας και γεννάει πρώιμα άγχη αφανισμού.

Η φασιστική ακροδεξιά δίνει τη δική της απάντηση στον θυμό και την οργή, στο υπαρξιακό άγχος, στην έλλειψη κατανόησης, στην αποσταθεροποίηση, καθώς και στην οργάνωση της ζωής σε καιρούς κρίσης. Η αιτία των προβλημάτων και των αδιεξόδων που βιώνουν οι πολίτες δεν οφείλονται, κατά την προσέγγισή της, σε εγγενείς αντιθέσεις εντός της κοινωνίας.
Η κοινωνία συνιστά ένα αρμονικό σύνολο, το οποίο νοσεί εξαιτίας εξωτερικών παραγόντων (μοτίβο κατανόησης). Η αιτία των δεινών είναι πάντα ο ξένος/διαφορετικός, η απαλλαγή από τον οποίο συνιστά τον προγραμματικό πολιτικό στόχο (υπαρξιακή αποκατάσταση). Διοχετεύει την οργή και τον θυμό σε αδύναμες, κατά τεκμήριο, κοινωνικές ομάδες (μετανάστες, Ρομά, ομοφυλόφιλοι ΑΜΕΑ κ.ο.κ.) και οργανώνει την καθημερινότητα στη βάση πρακτικών βίας εναντίον τους.
Έτσι, νοηματοδοτεί την καθημερινότητα και τη ζωή των πολιτών κατά τρόπο που δεν συνιστά κίνδυνο για το σύστημα· το αντίθετο: αντί να μάχονται εναντίον του, μάχονται εναντίον άλλων που είναι και αυτοί θύματα και δυνητικοί σύμμαχοι, ενώ αποτελούν και μια κρίσιμη δύναμη κρούσης εναντίον της ενίσχυσης της Αριστεράς.
Η ιδεολογία και η ρητορική της φασιστικής ακροδεξιάς δεν πέφτουν από τον ουρανό: συνιστούν τα αντιθετικά/συμπληρωματικά σκοτεινά μέρη της κυρίαρχης ιδεολογίας, και γι’ αυτό η διάχυσή τους σε καιρούς κρίσης, οπότε βρίσκουν ρωγμές για να βγουν στην επιφάνεια, είναι αστραπιαία. Η μη αυτονομία του προσώπου μεταγγίζεται από την μαζική κουλτούρα στον μιλιταρισμό, ο στείρος ατομισμός μεταγγίζεται από τον καταναλωτικό γιαπισμό στον φόβο και στο αίσθημα απειλής από οτιδήποτε διαφορετικό, η ανωτερότητα των Ελλήνων μεταγγίζεται από μια αρχοντοχωριάτικη υπεροψία στην άσκηση ωμής βίας, ο φιλελεύθερος ανταγωνισμός για την επιδίωξη της ευτυχίας μεταστρέφεται σε πάλη μέχρι φυσικής εξόντωσης του άλλου για την επιβίωση κ.ο.κ.
Η συνέχεια με την κυρίαρχη ιδεολογία εξηγεί την ποιοτική διαφορά με την αριστερή προσέγγιση, η οποία προϋποθέτει ρήξη με την κυρίαρχη ιδεολογία, κυρίως ως προς τη φύση της κοινωνίας (ταξική διαίρεση/αρμονικό σύνολο). Η φασιστική ιδεολογία επιχειρεί να διατηρήσει όρθια την κυρίαρχη ιδεολογία σε καιρούς κρίσης, όπου πια γίνεται φανερή η ταξική διαίρεση: το έθνος απειλείται με εξαφάνιση από ξένα στοιχεία.
Ο «ξένος» απειλεί την κοινωνική αρμονία
Σε κάθε κρίση, η φασιστική ακροδεξιά εστιάζεται στα αδιέξοδα και διαστρεβλώνει τις αιτιακές σχέσεις που τα παράγουν, επιχειρώντας έτσι να διατηρήσει τη φαντασίωση της αρμονικής κοινωνίας (που απειλείται μόνο εξωτερικά). Αυτή η διαλεκτική εσωτερικού/εξωτερικού δεν τελειώνει ποτέ: ακόμη και αν δεν υπάρχουν μετανάστες, ομοφυλόφιλοι, ρομά, Εβραίοι κ.ο.κ., η φασιστική ρητορική θα διαιρέσει εκ νέου το κοινωνικό σώμα, ώστε κάποια άλλη ομάδα να είναι αυτή που απειλεί εξωτερικά το δήθεν αρμονικό σύνολο. Γι’ αυτό, η αντιμετώπιση προβλημάτων που σχετίζονται με τις ομάδες που μπαίνουν στη θέση του απειλητικού ξένου/διαφορετικού μπορεί να είναι πολύ σημαντική, δεν συνιστά όμως μέθοδο αντιμετώπισης της ακροδεξιάς: η άνοδος του ναζισμού τη δεκαετία του 1930 δεν οφείλεται στην μη έγκαιρη αντιμετώπιση του «προβλήματος» των Εβραίων…
Η τρομακτική διεισδυτικότητά της οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι η αιτία των δεινών είναι άτομα (και όχι κοινωνικές σχέσεις), και μάλιστα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους: διαφορετικό χρώμα, διαφορετική σεξουαλική επιλογή κλπ. Η ανταπόκριση που βρίσκει η επίκληση άσχετων διαφορών ως αιτιών των αδιεξόδων της κοινωνίας φανερώνει ότι η φασιστική ακροδεξιά δεν απευθύνεται στις λογικές, αναλυτικές ικανότητες, αλλά σε αρχαϊκά ένστικτα (φόβος για το διαφορετικό/άγνωστο) και απλοϊκά μανιχαϊκά μοτίβα (λευκός/μαύρος) που υπάρχουν βαθιά μέσα μας, τα οποία ανασύρονται και διογκώνονται σε περιόδους που οι άνθρωποι νιώθουν ότι απειλούνται θεμελιακά και παλινδρομούν σε πρώιμες ψυχικές καταστάσεις — γι’ αυτό τέτοιες εξηγήσεις δεν ευδοκιμούν μαζικά σε νηφάλιους πληθυσμούς σε περιόδους ομαλότητας. Συνεπώς, η αντιμετώπιση της φασιστικής ρητορικής δεν μπορεί να γίνει μόνο με την απεύθυνση στη λογική, όταν έχουν ενεργοποιηθεί πιο πρώιμες φόρμες αντίληψης.
Από την άλλη, το επιχείρημα ότι όσοι ψηφίζουν φασιστικά κόμματα δεν είναι φασίστες, αλλά πολίτες που στρέφονται εκεί επειδή η μετανάστευση και η εγκληματικότητα δημιουργούν πραγματικά προβλήματα, δεν πρέπει να αποτελέσει παράγοντα εφησυχασμού: η εκλογική ενίσχυση της φασιστικής ακροδεξιάς αποτελεί παράγοντα εκφασισμού της κοινωνίας, και όχι αποτέλεσμά της.
Η αντιθετική/συμπληρωματική σχέση κυρίαρχης ιδεολογίας και φασισμού δημιουργεί νέα δεδομένα και στο πεδίο της κρατικής καταστολής. Η φασιστική βία, ευρισκόμενη σε σχέση αντίθεσης/συμπλήρωσης με την αστυνομική «θεσμική» βία, διαμορφώνει μια νέα γκρίζα περιοχή καταστολής, πολύ πιο τρομακτική απέναντι στον αγωνιζόμενο λαό.
Ηφασιστική ακροδεξιά είναι σε θέση να αποκόψει κρίσιμες περιοχές και ηλικιακές κατηγορίες από την Αριστερά. Ο δομικός της ρόλος μέσα στην κρίση είναι η εκ νέου ένταξη των στρωμάτων που δεν μπορούν οι κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις να ενσωματώσουν, σε ένα σχέδιο που, όσο αποκρουστικό και αν είναι, δεν διαρρηγνύει, σε πρώτο τουλάχιστον χρόνο, τις βασικές συστημικές συντεταγμένες (σχέση αντίθεσης/συμπλήρωσης).
Η φασιστική ακροδεξιά δραστηριοποιείται σε υποβαθμισμένες γειτονιές, σχολεία, γήπεδα και άλλα μέρη με υψηλή συγκέντρωση ανέργων, νέων και καταπιεσμένων. Στόχος της, η στρατολόγηση κρίσιμων πυρήνων, η διαμόρφωση ενός ικανού επιχειρησιακού σκέλους σε κάθε περιοχή και η επιβολή της σε αυτή μέσω του έμπρακτου βίαιου ελέγχου της. Μια δυναμική μειοψηφία, με την κάλυψη του κράτους και την άσκηση ωμής βίας, είναι σε θέση να ηγεμονεύσει σε μια περιοχή.
Δεν την ενδιαφέρει η μαζικοποίησή της με κλασικούς όρους. Η φασιστική ιδεολογία δεν απαιτεί πλατιά λαϊκή και ενεργητική συμμετοχή, απαιτεί παθητική αποδοχή του στάτους κβο στην περιοχή και ευκαιριακή συμμετοχή στις μιλιταριστικές «επιχειρήσεις» της οργάνωσης, συμμετοχή που συρρικνώνεται στην εκτέλεση διαταγών. Αυτά τα χαρακτηριστικά (παθητική αποδοχή, υποταγή σε διαταγές κ.ο.κ.), αντί να αποτελούν στοιχεία που θα έπλητταν την οργάνωση, συνιστούν τα βασικά της πλεονεκτήματα: πολίτες χωρίς καμιά στρατηγική για το τι να κάνουν στη ζωή τους, έλκονται από τη μιλιταριστική κουλτούρα (δεν χρειάζεται να σκεφτείς, μόνο να στοιχηθείς) και τη φασιστική ρητορική («αποδιοπομπαίοι τράγοι» κ.ο.κ.).
Η αντιμετώπιση της ανόδου της φασιστικής ακροδεξιάς απαιτεί πολυεπίπεδη παρέμβαση. Κατά κύριο λόγο, σχετίζεται με την ικανότητα της Αριστεράς να οργανώσει την καθημερινότητα του λαού και να παράσχει ένα πολιτικό πρόταγμα που δίνει ελπίδα και προοπτική. Με άλλα λόγια, η επιτυχία της Αριστεράς στην οργάνωση του λαού στη μάχη του εναντίον των καταπιεστών του συνιστά τον βασικό τρόπο ανάσχεσης της φασιστικής ακροδεξιάς. Όπως γνωρίζουμε από την Ιστορία, η άνοδος του φασισμού σχετίζεται με την αποτυχία της Αριστεράς.
Η ανάπτυξη ζωντανών συλλογικοτήτων στις γειτονιές και τους εργασιακούς χώρους, που οργανώνουν την πάλη απέναντι στους πραγματικούς υπαίτιους της κρίσης, περιορίζουν de facto τον εκφασισμό. Αντίστοιχα, η ηγεμονία στην κεντρική πολιτική αντιπαράθεση με την κυβερνητική πολιτική σε συνδυασμό με την ανάδειξη ιδεολογικών στοιχείων (δημοκρατία έναντι αγοράς, κοινωνικοποιημένη παραγωγή έναντι ιδιωτικής επιχειρηματικότητας κ.ο.κ.) μπορούν να δώσουν αριστερό προσανατολισμό σε τμήματα του πληθυσμού που περιθωριοποιούνται, επαναπροσδιορίζονται και επιζητούν πιο θεμελιακές απαντήσεις σε υπαρξιακά ερωτήματα που τίθενται στο έδαφος της κρίσης. Μ’ αυτό τον τρόπο, περιορίζεται αντικειμενικά και ο ζωτικός χώρος για την ανάπτυξη της φασιστικής ακροδεξιάς.
Η ισχύς της φασιστικής ακροδεξιάς δεν είναι ούτε τα επιχειρήματα ούτε η πρότασή της. Η ισχύς της παράγεται από την κίβδηλη εικόνα ότι «δεν είναι σαν τους άλλους», ότι είναι σε θέση να συγκρουστεί. Το κύριο πλεονέκτημά της είναι η αίσθηση που φιλοτεχνεί μεθοδικά ότι διέπεται από έναν αρχαϊκό «ανδρισμό» (βίαιο, απρόβλεπτο, πέρα από τα κανονικά όρια), ο οποίος, ασυνείδητα, ελκύει και σαγηνεύει τους αδύναμους. Μεταδίδει μια σιγουριά, μια ασφάλεια, παίρνει τη θέση του προστάτη για έναν πληθυσμό που έχει παλινδρομήσει σε πρώιμες μορφές ύπαρξης και αποζητά όχι σεβασμό και αυτονομία, αλλά έναν απόλυτο (ανεξέλεγκτο, παντοδύναμο, σκληρό) προστάτη.
Πρέπει να της αφαιρέσουμε αυτή την αύρα. Βασικό όπλο εναντίον της είναι η ανάδειξη του βαθιά συστημικού της χαρακτήρα, η έμφαση στο ότι δεν είναι ριζοσπαστική, δεν έχει την τόλμη να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα και κρύβεται πίσω από το χρώμα των μεταναστών, φοβάται να τα βάλει με τους πραγματικά ισχυρούς, ότι υπηρετεί αντικειμενικά και δουλικά τους δυνατούς (οι λέξεις-κλειδιά είναι αυτές που κλονίζουν τον «ανδρισμό» της). Ένας τρόπος να γίνει αυτό είναι μέσω της γελοιοποίησής τους: Τι θα έκανε ένας φασίστας την εποχή του Λεωνίδα; Αντί να πάει στις Θερμοπύλες, θα κυνηγούσε είλωτες στους δρόμους της Σπάρτης…
Να αναδείξουμε ότι η δράση της μπορεί να φαίνεται συγκρουσιακή, αλλά στην ουσία δεν θέλει να αλλάξει τίποτα από αυτά που διαλύουν την κοινωνία. Όχι μόνο δεν αλλάζει τίποτα, αλλά η ενίσχυσή της συνεχίζει και επιδεινώνει τη σημερινή κατάσταση, δεν την ανατρέπει.
Μια πλατιά νεολαιίστικη κουλτούρα του αντιφασισμού
Στις γειτονιές, τα σχολεία και τα γήπεδα πρέπει να αναπτυχθεί μια πλατιά αντιφασιστική κουλτούρα. Να βρούμε τους τρόπους ώστε να γίνει μόδα στους νέους ο αντιφασισμός. Κι αυτό απαιτεί επιδεξιότητα, πρέπει να συνδεθεί με το «τι είναι μαγκιά» στα σχολεία, στα γήπεδα, στις γειτονιές –παρεμβαίνοντας έμμεσα στο έδαφος των αρχαϊκών προτύπων στα οποία βασίζεται και ο φασισμός–, ώστε μαζικά η νεολαία να επιλέγει την αντιφασιστική στάση.
Σε αυτό το έδαφος μπορεί και πρέπει να αναπτυχθεί ένα πλατύ αντιφασιστικό μέτωπο που θα επιχειρήσει να εμπεδώσει την αντιφασιστική ηγεμονία σε εκείνες τις υποβαθμισμένες περιοχές που κατά τεκμήριο ευδοκιμεί ο εκφασισμός. Όμως, χωρίς τη μόδα του αντιφασισμού η κλασική αριστερή παρέμβαση δεν έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Τα παραδοσιακά πολιτικοκοινωνικά μέτωπα της Αριστεράς επικεντρώνονται κατά κύριο λόγο στις λογικές, νοητικές και ηθικές ποιότητες των ανθρώπων, όμως αυτές ακριβώς αναστέλλονται μέσα στην κρίση και δημιουργείται το έδαφος για τον εκφασισμό.
Πηγή: Ενθέματα Αυγής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου