«Ο Παπαδόπουλος δεν είναι φασίστας. Είναι ένας αγνός στρατιώτης που διαπνέεται από κάποιο δεξιό ρομαντισμό. Είναι οπωσδήποτε μετριοπαθής σε σχέση με τον φανατικό της υπόθεσης, τον Λαδά, άτομο εξαιρετικά ακραίων τάσεων». Αυτά έγραφε χαρακτηριστικά, προς τους προϊσταμένους του στο Φόρεϊν Όφις, την άνοιξη του 1967, ο πρεσβευτής της Εργατικής κυβέρνησης της Βρετανίας στην Αθήνα.
Ρομαντικός (από τη σκοπιά του) στην καλύτερη περίπτωση και ίδιος ο συντάκτης της παραπάνω αναφοράς, πρέσβης Σερ Ραλφ Μάρεϊ, στις περισσότερες εκθέσεις του προς το Λονδίνο συνιστούσε ανοχή προς το καθεστώς των πραξικοπηματιών, μεταξύ των οποίων διέβλεπε και θετικά στοιχεία γιατί «επιτέλους θα καθάριζαν την κόπρο του Αυγείου»
Εκείνο το ξημέρωμα ήταν αίθριο κι’ ανέφελο.
Μια μέρα στη ζωή, 21 Απριλίου 1967 Λονδίνο:
«A day in the life» όπως λένε και οι Beatles στο ομώνυμο τραγούδι τους από το ιστορικό album «Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band».
Ακριβώς εκείνη την ημέρα, εκείνης της χρονιάς, ολοκληρώνονταν στα studios της EMI για να αλλάξει πολλά στην τέχνη του τραγουδιού του 20ου αιώνα και όχι μόνο.
Μια μέρα στη ζωή, 21 Απριλίου 1967 Αθήνα:
Γύρω στις 7 και 15 ο Μ.Π. κατηφόρισε όπως κάθε μέρα από το σπίτι του της οδού Ναϊάδων στο Παλαιό Φάληρο για να πάρει το λεωφορείο, να πάει στη δουλειά. Είχε δυο επιλογές:
Το 32, Αμφιθέα-Παλαιό Φάληρο και το 1, Έδεμ.
Αμφότερα κατέληγαν στο Σύνταγμα από όπου το γραφείο ήταν ζήτημα πεντάλεπτου περιπάτου, καφέ και τυρόπιτας στον Περικλή της οδού Νίκης; Βουλής; δεν θυμάμαι....
Την προηγούμενη μέρα, είχε πάρει το 32, οπότε, για ποικιλία πήγε στην παραλιακή, στη στάση Φλοίσβος να πάρει το «‘Εδεμ».
Ήταν άλλωστε και κάπως πιο καλή γραμμή αυτή της παραλίας, πιο καθαρή, πιο αρχοντική.
‘Έτσι του φαίνονταν τουλάχιστον, επειδή εξυπηρετούσε κυρίως τα σπίτια της παραλιακής που τότε ακόμα ήταν συνήθως ωραίες πέτρινες μονοκατοικίες.
Βρήκε τη λεωφόρο Ποσειδώνος άδεια, ούτε ένα αυτοκίνητο δεν περνούσε.
Τελείως έρημη και η θάλασσα απέναντι ήταν ακόμα ένα με το μπλε μολυβί του ουρανού.
Ένιωσε πολύ έντονα πως η ησυχία που επικρατούσε, ήταν τελείως αφύσικη.
Αυτή τη λέξη χρησιμοποίησε και αργότερα όταν εξηγούσε πως αισθάνθηκε την ατμόσφαιρα. Πάντα την είχε έτοιμη στην άκρη τη γλώσσας του για κάθε τι που δεν του πήγαινε την έκφραση: «αφύσικο, αφύσικα πράγματα, αφύσικη συνήθεια» κλπ.
Δεν έλεγε ποτέ «περίεργο» ή «παράξενο».
Όταν κάτι ήταν ανώμαλο, ήταν απλά α-φυσικό, κόντρα στη φυσική τάξη πραγμάτων.
Γύρισε το κεφάλι του αριστερά, καθώς τον τράβηξε ο ήχος μοτοσικλετών και αυτοκινήτων που ανέβαιναν με ταχύτητα τη λεωφόρο , προερχόμενα από την μεριά της Γλυφάδας.
Μοτοσικλέτες μπροστά και πίσω της Ελληνικής Αστυνομίας.
Στη μέση, μια μεγάλη Πλύμουθ της εποχής, μαύρη, σαν τη Φορντ του Μάνου Χατζιδάκι αλλά φευ, όχι αυτή...
Μέσα στην Πλύμουθ, το παρατηρητικό μάτι του Μ.Π. διέκρινε, έναν αφροαμερικανό στρατιωτικό, σίγουρα υψηλόβαθμο από τα χρυσά αστέρια που κοσμούσαν το σακάκι του.
Με ένα πούρο κολλημένο στο στόμα, μιλούσε έντονα σε κάποιους άλλους μέσα στο αυτοκίνητο, σε κάποιους άλλους στρατιωτικούς που έμοιαζαν Έλληνες...
Ο Μ.Π., δεν χρειάστηκε τίποτα άλλο να δει για να καταλάβει.
Κεραυνοβολημένος, με κόπο έκανε μεταβολή και μετά από λίγο έμπαινε στο διαμέρισμα της Ναϊάδων 34, απέναντι από το 1ο Δημοτικό Σχολείο όπου εμείς, μικρά παιδάκια, παίζαμε ανέμελα, έχοντας μεγάλη χαρά που οι δάσκαλοι δεν είχαν καταφτάσει ακόμα.
- Έχουμε δικτατορία.
Είπε, και μηχανικά σήκωσε το τηλέφωνο. Νεκρό.
Άνοιξε το ραδιόφωνο.
Εμβατήρια, περνάει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός, Είμαι Έλλην και το καυχώμαι, και ενδιάμεσα μια φωνή κάθε πέντε λεπτά ομιλούσε περί των Πεπρωμένων της Φυλής, περί των Αρχαίων Προγόνων και της Αρετής των Φαντάρων μας που όλοι είναι στην ψυχή Σπαρτιάται και έχουν οδηγό την Παναγία (τους).
Άρτζι μπούρτζι και λουλάς, ζήτω ο εθνικός μας αχταρμάς...
Το έκλεισε το ραδιόφωνο και περιέπεσε σε θλίψη και σιωπή.
Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα στον ιππόδρομο, μια ώρα νωρίτερα, έπεφτε αιμόφυρτος ο Πρόεδρος της ΕΔΑ Ηλίας Ηλιού χτυπημένος στο κεφάλι με τον υποκόπανο του περιστρόφου ενός... σπαρτιάτη φαντάρου καθοδηγημένου προφανώς από την Παναγία.
Σε εκατοντάδες σπίτια σε όλη την Ελλάδα, η Στρατιωτική Αστυνομία πραγματοποιούσε εφόδους, συλλήψεις αλλά και μανιασμένες κατασχέσεις ή καταστροφές βιβλίων, συχνά απλά επειδή είχαν κόκκινο εξώφυλλο ή το όνομα του συγγραφέα έμοιαζε με ρώσικο.
Μεταξύ άλλων, συνελήφθη και ένας μέτριος ρώσος χορευτής της Λυρικής, Σέργιος Τένοβιτς, δεξιός , δεξιότατος και φυγάς από την Σοβιετική Ένωση , όπου και ανακρίθηκε έντονα για να ομολογήσει (ο δεξιότατος) πως ήταν πράκτορας της KGB, μπας και τον αφήσουν ήσυχο.
Αν μετά από την εμπειρία του παρέμεινε πιστός στα φρονήματά του, δεν το γνωρίζω.
Δίπλα στον Μαρξ , τον Έγκελς , τον Λένιν , γίνονταν κομμάτια και ο χριστιανός-υπαρξιστής Μπερντιάεφ, λόγω του ρωσικού ονόματός του, ενώ σε καραντίνα έμπαιναν ακόμα και ο Αισχύλος, ο Ευριπίδης και ο Σοφοκλής.
Η Ελλάδα, έμπαινε στη μεγάλη νύχτα, στο σκοτάδι των Ελλήνων Χριστιανών.
Η Ελλάδα που μέχρι πριν από λίγο ζούσε με το δικό της τρόπο την άνοιξη της δεκαετίας του 60, έχανε για άλλη μια φορά το νήμα της φυσιολογικής εξέλιξης της.
Η Ελλάδα, που προσπάθησε να επουλώσει τα μεταπολεμικά και μετεμφυλιακά της τραύματα με την διάδοση της Ποίησης, με την άνθηση του Θεάτρου, με την εξάπλωση της Νέας Ελληνικής Μουσικής, έγινε μια τεράστια φυλακή .
Μια φυλακή που μέσα στα επτά χρόνια, αλλοίωσε και διέφθειρε σημαντικά τον τρόπο σκέψης των Ελλήνων και ανακάτεψε την Ιστορική Μνήμη.
Το χειρότερο: Έσπειρε την εξαγορά συνειδήσεων σε μια ολόκληρη κοινωνία, σαν τρόπο επιβίωσης. Η κουλτούρα των κολλητών που αργότερα το ΠΑΣΟΚ θα έκανε επιστήμη, βρίσκει ένα μεγάλο κομμάτι της ρίζας της στους αμέτρητους πρόθυμους χαφιέδες που φύτρωσαν εκείνον τον καιρό.
‘Ένας λαός, ήδη κουρασμένος και επιβαρημένος με τραύματα βαριά, σε μεγάλο βαθμό έπνιξε την οργή και την πικρία και στη συνέχεια σε δυστυχώς μεγάλο βαθμό παραδόθηκε στα ήθη που έφερε η δικτατορία:
Άρτος και θεάματα, χάρισμα αγροτικών χρεών, δημιουργία πλαστής ευημερίας, επαγγελματικές άδειες με το κιλό σε περιπτερούχους, ταξιτζήδες, εργολάβους, ψιλικατζήδες με ανταπόδοση τις «εθνικά χρήσιμες πληροφορίες», φαινομενική «ησυχία τάξη και ασφάλεια» εμετικά τσάμικα και άθλιοι καλαματιανοί, κλαρίνα και ψαλμωδίες μαζί με τους «αστέρες» του λεγόμενου ελαφρολαϊκού ήρθαν να κανοναρχήσουν τον τόπο .
Η Ελλάδα, φύτρωσε χαφιέδες, ο όποιος κοινωνικός ιστός διερράγη, ο Παναθηναϊκός έφτασε στον τελικό του Γουέμπλεϊ, η χυδαιότητα έγινε καθεστώς, τα βασανιστήρια σε βάρος όποιου δεν ήταν αρεστός καθημερινότητα, οι βιασμοί στην Μπουμπουλίνας ήταν η διασκέδαση των φρουρών της πατρίδας, και η Κύπρος ως άλλη Ιφιγένεια σηματοδοτεί το τέλος(;) του δράματος, αλλά δεν επιφέρει την κάθαρση με αποτέλεσμα την Ιστορική Εκκρεμότητα να ταλανίζει στο διηνεκές την Κοινωνία μας μέχρι σήμερα.
Ένιωσα την ανάγκη να γράψω μερικές αράδες για την σημερινή κατάμαυρη επέτειο.
Θεωρώ, την επταετία των συνταγματαρχών, υπεύθυνη σε μεγάλο βαθμό για το σημερινό χάλι της Ελλάδας γιατί, κατά τη γνώμη μου είναι αυτή που δεν επέτρεψε την ωρίμανση της Πολιτιστικής Άνοιξης που γνώρισε ο τόπος στις αρχές της δεκαετίας του 60.
Εκείνη η εποχή, μέσα από τη συγκυρία είχε καταφέρει από τη μια να παράγει Πολιτισμό και από την άλλη να τα επικοινωνεί με σημαντικές μάζες που διευρύνονταν διαρκώς, όχι με βάση κάποιο «σχέδιο» αλλά γιατί η ιστορική συγκυρία είχε κουρδίσει τα πάντα.
Αν είχε εξελιχθεί, ενδεχομένως, αν μη τι άλλο, να είχαμε κερδίσει μια στοιχειωδώς ενήλικη κοινωνία.
Η Δικτατορία ήταν μια χωρίς αναισθητικό έκτρωση σε ότι κυοφορούσε τότε η Κοινωνία.
Το εφιαλτικό βαλς του Στρατού, της Εκκλησίας και μέρους της Δεξιάς , με πίστα την πλάτη της Ελλάδας , ακόμα αντηχεί φάλτσο , παράταιρο και αηδιαστικό.
Στην περίοδο 67-74 , έχουμε την εν ψυχρώ δολοφονία των δυνάμει Αντιστάσεων που οφείλει να έχει μια κοινωνία έναντι της παραβίασης στοιχειωδών και βασικών Αρχών.
(το στιγμιότυπο που περιγράφω στην αρχή, είναι απόλυτα αληθινό, Μ.Π. είναι ο πατέρας μου Μικές Πήττας. Το καταγράφω έτσι όπως ακριβώς μας τα διηγήθηκε αμέτρητες φορές στα χρόνια που ακολούθησαν)
Επίλογος :
Λίγα λόγια για το υπόβαθρο όχι το άμεσα πολιτικό (αυτά έχουν γραφτεί χιλιάδες φορές) αλλά το Πολιτισμικό.
Αυτό δηλαδή που ορίζει το μέλλον μιας Κοινωνίας.
Στην κατατραυματισμένη Ελλάδα της μετεμφυλιακής περιόδου, κάπου στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 50, στο Παρίσι, φθάνει ένας φάκελος στο σπίτι του τότε νεαρού και ανερχόμενου κλασικού Έλληνα συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη.
Ο φάκελος περιέχει τα ανέκδοτα ακόμα κείμενα της ποιητικής σύνθεσης του Οδυσσέα Ελύτη, Άξιον Εστί.
Στέκονται σαν αφορμή για να γυρίσει τότε ο συνθέτης την πλάτη του στην καριέρα που ονειρεύονταν στον ευρύ ευρωπαϊκό χώρο και να επιστρέψει άρον – άρον στην Ελλάδα για να συναντηθεί με τον Ποιητή.
Παράλληλα, αρχίζει και δουλεύει τον πρώτο κύκλο τραγουδιών που στηρίζονται σε «μεγάλη ποίηση», δηλαδή πάνω στον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου , μια ποιητική σύνθεση που ακόμα δεν έχει εκτιμηθεί σε βάθος , μια σύνθεση που παντρεύει με τρόπο σοφό τη Λόγια Ποίηση με τη Δημοτική παράδοση και το Μανιάτικο Μοιρολόι.
Τα τραγούδια, δεν αργούν να φτάσουν στα χείλη των πολλών , δεν αργούν να ακουστούν από τους οικοδόμους την ώρα της δουλειάς.
Στον ίδιο «μαγικό» χρονισμό: Ο Σαββόπουλος, με το δικό του μουσικό ιδίωμα, μεταφέρει στην Ελλάδα ένα αφομοιωμένο και όχι μιμητικό κλίμα Dylan εμπλουτισμένο με τους στίχους του που μέλλουν να διαπαιδαγωγήσουν τουλάχιστον 2-3 γενιές.
Ο Μάνος Χατζιδάκις, από την άλλη πλευρά, προσφέρει όχι μόνο ανεξάντλητες μελωδικές γραμμές που γίνονται αγαπητές, αλλά και τους στίχους του Γκάτσου και άλλων.
Ο Νότης Μαυρουδής καθιστά αγαπητή έως μανίας την κλασική κιθάρα , με την παρέμβασή του στο Νέο Κύμα.
Πάλι μέσα από το ακριβό έργο του Μίκη Θεοδωράκη, ο Λόγος του Σεφέρη, του Ελύτη, του Σικελιανού καθίστανται ζάχαρη στα χείλη των Ελλήνων αλλά και σκαλιστήρι της Ιστορικής Μνήμης.
Λίγο πιο πέρα, ο Κάρολος Κουν με το Θέατρο Τέχνης και ο Λεωνίδας Τριβιζάς με το Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο αλλά και ο Γιώργος Μιχαηλίδης, καταφέρνουν να γεμίζουν ασφυκτικά τα Θέατρα τους , με τον Αισχύλο, τον Ευριπίδη, τον Σοφοκλή, με τον Ιονέσκο τον Άλμπυ, τον Ουίλιαμς και τον Μίλερ.
Οι μπουάτ , ξεφυτρώνουν σα μανιτάρια όχι μόνο στην Πλάκα , αλλά και στα Ελληνικά νησιά του Θέρους και σε επαρχιακές πόλεις γεμίζοντας τις καρέκλες και φέρνοντας στον κόσμο καλό τραγούδι και Ποίηση.
Την ίδια εποχή, η δεξιές κυβερνήσεις απαγορεύουν στον Κουν να ανεβάσει τις Όρνιθες του Αριστοφάνη λογοκρίνοντας τον Αρχαίο συγγραφέα και κάνοντας την Ελλάδα σαν κράτος ρεζίλι.
Ο Γιάννης Χρήστου στην Ελλάδα και ο Γιάννης Ξενάκης στη Γαλλία, αντλώντας ευθέως από την Ελληνική Αρχαιότητα, παντρεύουν τις αδιανόητες για την εποχή τους εμπνεύσεις τους με το Αρχαίο Δράμα και επαναφέρουν την Ιεροπραξία στην Επίδαυρο μέσα από έναν ιδιαίτερο Ορθολογικό Μυστικισμό.
Και ο κατάλογος είναι πολύ μακρύς. Το τι έγινε στην Ελλάδα από το 58 περίπου μέχρι το φονικό του 67, είναι κάτι που αν το συλλάβει κανείς, θα ζαλιστεί.
Κανείς δε γνωρίζει βέβαια πως θα είχε εξελιχθεί ο τόπος αν δεν είχε μεσολαβήσει η δικτατορία.
Ωστόσο, πάντα ένιωθα πως η άθλια συμμορία των συνταγματαρχών, πραγματοποίησε εκείνη την ημέρα μια εν ψυχρώ έκτρωση στην Ελλάδα, δένοντάς την στο κρεβάτι και ξεριζώνοντας με βία και χωρίς αναισθητικό το κυοφορούμενο μέλλον της.
Η βία και η χυδαιότητα εκείνης της περιόδου σε συνδυασμό με την ακύρωση πολλών ονείρων των Ελλήνων αργότερα για μια πραγματική Αλλαγή, διαμόρφωσαν φοβάμαι αμετάκλητα τον «ωχαδερφισμό» και τον «χαβαλέ» σαν κύριο συστατικό της νεοελληνικής συνείδησης.
Και δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω και εδώ, την για άλλη μια φορά προδοτική και επαίσχυντη στάση της εκκλησίας που με εξαίρεση ελάχιστους χαμηλόβαθμους ιεράρχες, όχι απλώς ανέχτηκε, αλλά συνεργάστηκε και πρωτοστάτησε στο όνειδος.
Άλλωστε, το σύνθημα της συμμορίας των απριλιανών ήταν το γνωστό «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών».
Και είναι αυτό που έκανε τον Γιώργο Σεφέρη να κλείσει το χειρόγραφο του Οκτωβρίου του 1968 με το ακόλουθο επίγραμμα, που φέρει τίτλο «Από Βλακεία»:
Ελλάς· πυρ! Ελλήνων· πυρ! Χριστιανών· πυρ!
Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;
ΥΓ: Το κείμενο γράφτηκε και δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2006.
Το ανέσυρα, γιατί νομίζω, πως κάτι έχει να δείξει σε όσους επιπόλαια κατά τη γνώμη μου ταυτίζουν εκείνη την εποχή με τη σημερινή. Δεν έχω καμία διάθεση ή πρόθεση να εξιδανικεύσω την περίοδο που διανύουμε:
Σε πολλά, μοιάζει με καταβύθιση σε έναν ιδιότυπο μεσαίωνα.
Το βέβαιο είναι πως πρόκειται για ακραίο τυφώνα διαρκείας. Χούντα όμως δεν είναι.
Αν ήταν, ούτε αυτό το κείμενο θα μπορούσε να δημοσιευτεί, ούτε αμέτρητα άλλα.
Και κάτι άλλο, τελευταίο: Δεν ξέρω πόσο ακριβής ή όχι ήταν η έρευνα που δημοσίευσε η Ελευθεροτυπία, σύμφωνα με την οποία ένα 30% «αναπολεί» τις μέρες της Χούντας.
Όμως το «δια ταύτα» της, προσωπικά δεν μου δημιούργησε καμία έκπληξη.
Η Αντίσταση κατά των άθλιων συνταγματαρχών έμεινε μία υπόθεση μερικών εκατοντάδων –πραγματικά ηρωικών- πολιτών. Μία ελάχιστη μειοψηφία από δαύτους, στη συνέχεια εξαργύρωσε την Αντίσταση με αξιώματα και δημοσιότητα και αντάμειψε τον εαυτό της κολυμπώντας στη διαφθορά. Οι υπόλοιποι, που ήσαν και οι πολλοί, χάθηκαν σαν σκιές στη σιωπή και την ανωνυμία ευχαριστημένοι που κατάφεραν να διατηρήσουν το Ήθος τους.
Ρομαντικός (από τη σκοπιά του) στην καλύτερη περίπτωση και ίδιος ο συντάκτης της παραπάνω αναφοράς, πρέσβης Σερ Ραλφ Μάρεϊ, στις περισσότερες εκθέσεις του προς το Λονδίνο συνιστούσε ανοχή προς το καθεστώς των πραξικοπηματιών, μεταξύ των οποίων διέβλεπε και θετικά στοιχεία γιατί «επιτέλους θα καθάριζαν την κόπρο του Αυγείου»
Εκείνο το ξημέρωμα ήταν αίθριο κι’ ανέφελο.
Μια μέρα στη ζωή, 21 Απριλίου 1967 Λονδίνο:
«A day in the life» όπως λένε και οι Beatles στο ομώνυμο τραγούδι τους από το ιστορικό album «Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band».
Ακριβώς εκείνη την ημέρα, εκείνης της χρονιάς, ολοκληρώνονταν στα studios της EMI για να αλλάξει πολλά στην τέχνη του τραγουδιού του 20ου αιώνα και όχι μόνο.
Μια μέρα στη ζωή, 21 Απριλίου 1967 Αθήνα:
Γύρω στις 7 και 15 ο Μ.Π. κατηφόρισε όπως κάθε μέρα από το σπίτι του της οδού Ναϊάδων στο Παλαιό Φάληρο για να πάρει το λεωφορείο, να πάει στη δουλειά. Είχε δυο επιλογές:
Το 32, Αμφιθέα-Παλαιό Φάληρο και το 1, Έδεμ.
Αμφότερα κατέληγαν στο Σύνταγμα από όπου το γραφείο ήταν ζήτημα πεντάλεπτου περιπάτου, καφέ και τυρόπιτας στον Περικλή της οδού Νίκης; Βουλής; δεν θυμάμαι....
Την προηγούμενη μέρα, είχε πάρει το 32, οπότε, για ποικιλία πήγε στην παραλιακή, στη στάση Φλοίσβος να πάρει το «‘Εδεμ».
Ήταν άλλωστε και κάπως πιο καλή γραμμή αυτή της παραλίας, πιο καθαρή, πιο αρχοντική.
‘Έτσι του φαίνονταν τουλάχιστον, επειδή εξυπηρετούσε κυρίως τα σπίτια της παραλιακής που τότε ακόμα ήταν συνήθως ωραίες πέτρινες μονοκατοικίες.
Βρήκε τη λεωφόρο Ποσειδώνος άδεια, ούτε ένα αυτοκίνητο δεν περνούσε.
Τελείως έρημη και η θάλασσα απέναντι ήταν ακόμα ένα με το μπλε μολυβί του ουρανού.
Ένιωσε πολύ έντονα πως η ησυχία που επικρατούσε, ήταν τελείως αφύσικη.
Αυτή τη λέξη χρησιμοποίησε και αργότερα όταν εξηγούσε πως αισθάνθηκε την ατμόσφαιρα. Πάντα την είχε έτοιμη στην άκρη τη γλώσσας του για κάθε τι που δεν του πήγαινε την έκφραση: «αφύσικο, αφύσικα πράγματα, αφύσικη συνήθεια» κλπ.
Δεν έλεγε ποτέ «περίεργο» ή «παράξενο».
Όταν κάτι ήταν ανώμαλο, ήταν απλά α-φυσικό, κόντρα στη φυσική τάξη πραγμάτων.
Γύρισε το κεφάλι του αριστερά, καθώς τον τράβηξε ο ήχος μοτοσικλετών και αυτοκινήτων που ανέβαιναν με ταχύτητα τη λεωφόρο , προερχόμενα από την μεριά της Γλυφάδας.
Μοτοσικλέτες μπροστά και πίσω της Ελληνικής Αστυνομίας.
Στη μέση, μια μεγάλη Πλύμουθ της εποχής, μαύρη, σαν τη Φορντ του Μάνου Χατζιδάκι αλλά φευ, όχι αυτή...
Μέσα στην Πλύμουθ, το παρατηρητικό μάτι του Μ.Π. διέκρινε, έναν αφροαμερικανό στρατιωτικό, σίγουρα υψηλόβαθμο από τα χρυσά αστέρια που κοσμούσαν το σακάκι του.
Με ένα πούρο κολλημένο στο στόμα, μιλούσε έντονα σε κάποιους άλλους μέσα στο αυτοκίνητο, σε κάποιους άλλους στρατιωτικούς που έμοιαζαν Έλληνες...
Ο Μ.Π., δεν χρειάστηκε τίποτα άλλο να δει για να καταλάβει.
Κεραυνοβολημένος, με κόπο έκανε μεταβολή και μετά από λίγο έμπαινε στο διαμέρισμα της Ναϊάδων 34, απέναντι από το 1ο Δημοτικό Σχολείο όπου εμείς, μικρά παιδάκια, παίζαμε ανέμελα, έχοντας μεγάλη χαρά που οι δάσκαλοι δεν είχαν καταφτάσει ακόμα.
- Έχουμε δικτατορία.
Είπε, και μηχανικά σήκωσε το τηλέφωνο. Νεκρό.
Άνοιξε το ραδιόφωνο.
Εμβατήρια, περνάει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός, Είμαι Έλλην και το καυχώμαι, και ενδιάμεσα μια φωνή κάθε πέντε λεπτά ομιλούσε περί των Πεπρωμένων της Φυλής, περί των Αρχαίων Προγόνων και της Αρετής των Φαντάρων μας που όλοι είναι στην ψυχή Σπαρτιάται και έχουν οδηγό την Παναγία (τους).
Άρτζι μπούρτζι και λουλάς, ζήτω ο εθνικός μας αχταρμάς...
Το έκλεισε το ραδιόφωνο και περιέπεσε σε θλίψη και σιωπή.
Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα στον ιππόδρομο, μια ώρα νωρίτερα, έπεφτε αιμόφυρτος ο Πρόεδρος της ΕΔΑ Ηλίας Ηλιού χτυπημένος στο κεφάλι με τον υποκόπανο του περιστρόφου ενός... σπαρτιάτη φαντάρου καθοδηγημένου προφανώς από την Παναγία.
Σε εκατοντάδες σπίτια σε όλη την Ελλάδα, η Στρατιωτική Αστυνομία πραγματοποιούσε εφόδους, συλλήψεις αλλά και μανιασμένες κατασχέσεις ή καταστροφές βιβλίων, συχνά απλά επειδή είχαν κόκκινο εξώφυλλο ή το όνομα του συγγραφέα έμοιαζε με ρώσικο.
Μεταξύ άλλων, συνελήφθη και ένας μέτριος ρώσος χορευτής της Λυρικής, Σέργιος Τένοβιτς, δεξιός , δεξιότατος και φυγάς από την Σοβιετική Ένωση , όπου και ανακρίθηκε έντονα για να ομολογήσει (ο δεξιότατος) πως ήταν πράκτορας της KGB, μπας και τον αφήσουν ήσυχο.
Αν μετά από την εμπειρία του παρέμεινε πιστός στα φρονήματά του, δεν το γνωρίζω.
Δίπλα στον Μαρξ , τον Έγκελς , τον Λένιν , γίνονταν κομμάτια και ο χριστιανός-υπαρξιστής Μπερντιάεφ, λόγω του ρωσικού ονόματός του, ενώ σε καραντίνα έμπαιναν ακόμα και ο Αισχύλος, ο Ευριπίδης και ο Σοφοκλής.
Η Ελλάδα, έμπαινε στη μεγάλη νύχτα, στο σκοτάδι των Ελλήνων Χριστιανών.
Η Ελλάδα που μέχρι πριν από λίγο ζούσε με το δικό της τρόπο την άνοιξη της δεκαετίας του 60, έχανε για άλλη μια φορά το νήμα της φυσιολογικής εξέλιξης της.
Η Ελλάδα, που προσπάθησε να επουλώσει τα μεταπολεμικά και μετεμφυλιακά της τραύματα με την διάδοση της Ποίησης, με την άνθηση του Θεάτρου, με την εξάπλωση της Νέας Ελληνικής Μουσικής, έγινε μια τεράστια φυλακή .
Μια φυλακή που μέσα στα επτά χρόνια, αλλοίωσε και διέφθειρε σημαντικά τον τρόπο σκέψης των Ελλήνων και ανακάτεψε την Ιστορική Μνήμη.
Το χειρότερο: Έσπειρε την εξαγορά συνειδήσεων σε μια ολόκληρη κοινωνία, σαν τρόπο επιβίωσης. Η κουλτούρα των κολλητών που αργότερα το ΠΑΣΟΚ θα έκανε επιστήμη, βρίσκει ένα μεγάλο κομμάτι της ρίζας της στους αμέτρητους πρόθυμους χαφιέδες που φύτρωσαν εκείνον τον καιρό.
‘Ένας λαός, ήδη κουρασμένος και επιβαρημένος με τραύματα βαριά, σε μεγάλο βαθμό έπνιξε την οργή και την πικρία και στη συνέχεια σε δυστυχώς μεγάλο βαθμό παραδόθηκε στα ήθη που έφερε η δικτατορία:
Άρτος και θεάματα, χάρισμα αγροτικών χρεών, δημιουργία πλαστής ευημερίας, επαγγελματικές άδειες με το κιλό σε περιπτερούχους, ταξιτζήδες, εργολάβους, ψιλικατζήδες με ανταπόδοση τις «εθνικά χρήσιμες πληροφορίες», φαινομενική «ησυχία τάξη και ασφάλεια» εμετικά τσάμικα και άθλιοι καλαματιανοί, κλαρίνα και ψαλμωδίες μαζί με τους «αστέρες» του λεγόμενου ελαφρολαϊκού ήρθαν να κανοναρχήσουν τον τόπο .
Η Ελλάδα, φύτρωσε χαφιέδες, ο όποιος κοινωνικός ιστός διερράγη, ο Παναθηναϊκός έφτασε στον τελικό του Γουέμπλεϊ, η χυδαιότητα έγινε καθεστώς, τα βασανιστήρια σε βάρος όποιου δεν ήταν αρεστός καθημερινότητα, οι βιασμοί στην Μπουμπουλίνας ήταν η διασκέδαση των φρουρών της πατρίδας, και η Κύπρος ως άλλη Ιφιγένεια σηματοδοτεί το τέλος(;) του δράματος, αλλά δεν επιφέρει την κάθαρση με αποτέλεσμα την Ιστορική Εκκρεμότητα να ταλανίζει στο διηνεκές την Κοινωνία μας μέχρι σήμερα.
Ένιωσα την ανάγκη να γράψω μερικές αράδες για την σημερινή κατάμαυρη επέτειο.
Θεωρώ, την επταετία των συνταγματαρχών, υπεύθυνη σε μεγάλο βαθμό για το σημερινό χάλι της Ελλάδας γιατί, κατά τη γνώμη μου είναι αυτή που δεν επέτρεψε την ωρίμανση της Πολιτιστικής Άνοιξης που γνώρισε ο τόπος στις αρχές της δεκαετίας του 60.
Εκείνη η εποχή, μέσα από τη συγκυρία είχε καταφέρει από τη μια να παράγει Πολιτισμό και από την άλλη να τα επικοινωνεί με σημαντικές μάζες που διευρύνονταν διαρκώς, όχι με βάση κάποιο «σχέδιο» αλλά γιατί η ιστορική συγκυρία είχε κουρδίσει τα πάντα.
Αν είχε εξελιχθεί, ενδεχομένως, αν μη τι άλλο, να είχαμε κερδίσει μια στοιχειωδώς ενήλικη κοινωνία.
Η Δικτατορία ήταν μια χωρίς αναισθητικό έκτρωση σε ότι κυοφορούσε τότε η Κοινωνία.
Το εφιαλτικό βαλς του Στρατού, της Εκκλησίας και μέρους της Δεξιάς , με πίστα την πλάτη της Ελλάδας , ακόμα αντηχεί φάλτσο , παράταιρο και αηδιαστικό.
Στην περίοδο 67-74 , έχουμε την εν ψυχρώ δολοφονία των δυνάμει Αντιστάσεων που οφείλει να έχει μια κοινωνία έναντι της παραβίασης στοιχειωδών και βασικών Αρχών.
(το στιγμιότυπο που περιγράφω στην αρχή, είναι απόλυτα αληθινό, Μ.Π. είναι ο πατέρας μου Μικές Πήττας. Το καταγράφω έτσι όπως ακριβώς μας τα διηγήθηκε αμέτρητες φορές στα χρόνια που ακολούθησαν)
Επίλογος :
Λίγα λόγια για το υπόβαθρο όχι το άμεσα πολιτικό (αυτά έχουν γραφτεί χιλιάδες φορές) αλλά το Πολιτισμικό.
Αυτό δηλαδή που ορίζει το μέλλον μιας Κοινωνίας.
Στην κατατραυματισμένη Ελλάδα της μετεμφυλιακής περιόδου, κάπου στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 50, στο Παρίσι, φθάνει ένας φάκελος στο σπίτι του τότε νεαρού και ανερχόμενου κλασικού Έλληνα συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη.
Ο φάκελος περιέχει τα ανέκδοτα ακόμα κείμενα της ποιητικής σύνθεσης του Οδυσσέα Ελύτη, Άξιον Εστί.
Στέκονται σαν αφορμή για να γυρίσει τότε ο συνθέτης την πλάτη του στην καριέρα που ονειρεύονταν στον ευρύ ευρωπαϊκό χώρο και να επιστρέψει άρον – άρον στην Ελλάδα για να συναντηθεί με τον Ποιητή.
Παράλληλα, αρχίζει και δουλεύει τον πρώτο κύκλο τραγουδιών που στηρίζονται σε «μεγάλη ποίηση», δηλαδή πάνω στον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου , μια ποιητική σύνθεση που ακόμα δεν έχει εκτιμηθεί σε βάθος , μια σύνθεση που παντρεύει με τρόπο σοφό τη Λόγια Ποίηση με τη Δημοτική παράδοση και το Μανιάτικο Μοιρολόι.
Τα τραγούδια, δεν αργούν να φτάσουν στα χείλη των πολλών , δεν αργούν να ακουστούν από τους οικοδόμους την ώρα της δουλειάς.
Στον ίδιο «μαγικό» χρονισμό: Ο Σαββόπουλος, με το δικό του μουσικό ιδίωμα, μεταφέρει στην Ελλάδα ένα αφομοιωμένο και όχι μιμητικό κλίμα Dylan εμπλουτισμένο με τους στίχους του που μέλλουν να διαπαιδαγωγήσουν τουλάχιστον 2-3 γενιές.
Ο Μάνος Χατζιδάκις, από την άλλη πλευρά, προσφέρει όχι μόνο ανεξάντλητες μελωδικές γραμμές που γίνονται αγαπητές, αλλά και τους στίχους του Γκάτσου και άλλων.
Ο Νότης Μαυρουδής καθιστά αγαπητή έως μανίας την κλασική κιθάρα , με την παρέμβασή του στο Νέο Κύμα.
Πάλι μέσα από το ακριβό έργο του Μίκη Θεοδωράκη, ο Λόγος του Σεφέρη, του Ελύτη, του Σικελιανού καθίστανται ζάχαρη στα χείλη των Ελλήνων αλλά και σκαλιστήρι της Ιστορικής Μνήμης.
Λίγο πιο πέρα, ο Κάρολος Κουν με το Θέατρο Τέχνης και ο Λεωνίδας Τριβιζάς με το Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο αλλά και ο Γιώργος Μιχαηλίδης, καταφέρνουν να γεμίζουν ασφυκτικά τα Θέατρα τους , με τον Αισχύλο, τον Ευριπίδη, τον Σοφοκλή, με τον Ιονέσκο τον Άλμπυ, τον Ουίλιαμς και τον Μίλερ.
Οι μπουάτ , ξεφυτρώνουν σα μανιτάρια όχι μόνο στην Πλάκα , αλλά και στα Ελληνικά νησιά του Θέρους και σε επαρχιακές πόλεις γεμίζοντας τις καρέκλες και φέρνοντας στον κόσμο καλό τραγούδι και Ποίηση.
Την ίδια εποχή, η δεξιές κυβερνήσεις απαγορεύουν στον Κουν να ανεβάσει τις Όρνιθες του Αριστοφάνη λογοκρίνοντας τον Αρχαίο συγγραφέα και κάνοντας την Ελλάδα σαν κράτος ρεζίλι.
Ο Γιάννης Χρήστου στην Ελλάδα και ο Γιάννης Ξενάκης στη Γαλλία, αντλώντας ευθέως από την Ελληνική Αρχαιότητα, παντρεύουν τις αδιανόητες για την εποχή τους εμπνεύσεις τους με το Αρχαίο Δράμα και επαναφέρουν την Ιεροπραξία στην Επίδαυρο μέσα από έναν ιδιαίτερο Ορθολογικό Μυστικισμό.
Και ο κατάλογος είναι πολύ μακρύς. Το τι έγινε στην Ελλάδα από το 58 περίπου μέχρι το φονικό του 67, είναι κάτι που αν το συλλάβει κανείς, θα ζαλιστεί.
Κανείς δε γνωρίζει βέβαια πως θα είχε εξελιχθεί ο τόπος αν δεν είχε μεσολαβήσει η δικτατορία.
Ωστόσο, πάντα ένιωθα πως η άθλια συμμορία των συνταγματαρχών, πραγματοποίησε εκείνη την ημέρα μια εν ψυχρώ έκτρωση στην Ελλάδα, δένοντάς την στο κρεβάτι και ξεριζώνοντας με βία και χωρίς αναισθητικό το κυοφορούμενο μέλλον της.
Η βία και η χυδαιότητα εκείνης της περιόδου σε συνδυασμό με την ακύρωση πολλών ονείρων των Ελλήνων αργότερα για μια πραγματική Αλλαγή, διαμόρφωσαν φοβάμαι αμετάκλητα τον «ωχαδερφισμό» και τον «χαβαλέ» σαν κύριο συστατικό της νεοελληνικής συνείδησης.
Και δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω και εδώ, την για άλλη μια φορά προδοτική και επαίσχυντη στάση της εκκλησίας που με εξαίρεση ελάχιστους χαμηλόβαθμους ιεράρχες, όχι απλώς ανέχτηκε, αλλά συνεργάστηκε και πρωτοστάτησε στο όνειδος.
Άλλωστε, το σύνθημα της συμμορίας των απριλιανών ήταν το γνωστό «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών».
Και είναι αυτό που έκανε τον Γιώργο Σεφέρη να κλείσει το χειρόγραφο του Οκτωβρίου του 1968 με το ακόλουθο επίγραμμα, που φέρει τίτλο «Από Βλακεία»:
Ελλάς· πυρ! Ελλήνων· πυρ! Χριστιανών· πυρ!
Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;
ΥΓ: Το κείμενο γράφτηκε και δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2006.
Το ανέσυρα, γιατί νομίζω, πως κάτι έχει να δείξει σε όσους επιπόλαια κατά τη γνώμη μου ταυτίζουν εκείνη την εποχή με τη σημερινή. Δεν έχω καμία διάθεση ή πρόθεση να εξιδανικεύσω την περίοδο που διανύουμε:
Σε πολλά, μοιάζει με καταβύθιση σε έναν ιδιότυπο μεσαίωνα.
Το βέβαιο είναι πως πρόκειται για ακραίο τυφώνα διαρκείας. Χούντα όμως δεν είναι.
Αν ήταν, ούτε αυτό το κείμενο θα μπορούσε να δημοσιευτεί, ούτε αμέτρητα άλλα.
Και κάτι άλλο, τελευταίο: Δεν ξέρω πόσο ακριβής ή όχι ήταν η έρευνα που δημοσίευσε η Ελευθεροτυπία, σύμφωνα με την οποία ένα 30% «αναπολεί» τις μέρες της Χούντας.
Όμως το «δια ταύτα» της, προσωπικά δεν μου δημιούργησε καμία έκπληξη.
Η Αντίσταση κατά των άθλιων συνταγματαρχών έμεινε μία υπόθεση μερικών εκατοντάδων –πραγματικά ηρωικών- πολιτών. Μία ελάχιστη μειοψηφία από δαύτους, στη συνέχεια εξαργύρωσε την Αντίσταση με αξιώματα και δημοσιότητα και αντάμειψε τον εαυτό της κολυμπώντας στη διαφθορά. Οι υπόλοιποι, που ήσαν και οι πολλοί, χάθηκαν σαν σκιές στη σιωπή και την ανωνυμία ευχαριστημένοι που κατάφεραν να διατηρήσουν το Ήθος τους.
του Γ. Πήττα
πηγή : tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου