Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Οι "έντιμοι" της "εθνοσωτηρίου"...

 

 Ακόμη και σήμερα κυκλοφορούν διάφοροι μύθοι για την χούντα όπως για παράδειγμα ότι δεν πεινάσαμε κατά τη διάρκεια της επταετίας ή ότι οι Δικτάτορες δεν πλούτισαν και ήταν έντιμοι ή ακόμη ότι η Ελλάδα έζησε εποχές μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης.

  Η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική καθώς η φιλελεύθερη οικονομική πολιτική που ακολούθησε η χούντα έχει να επιδείξει μεγάλα σκάνδαλα και διαφθορά.
  Μόλις έγινε το πραξικόπημα, η χούντα φρόντισε μέσα σε λίγες βδομάδες να κλείσει όλες τις αμαρτωλές συμβάσεις που δεν έκαναν οι προδικτατορικές κυβερνήσεις: Litton, AEG-Telefunken, Esso-Pappas.. 
  Οι δύο πιο χτυπητές περιπτώσεις “μεγάλων έργων” που εξαγγέλθηκαν τον πρώτο καιρό της δικτατορίας: Η πρώτη ήταν η σύμβαση με τη Litton Industries για “επενδυτικό πακέτο” στη δυτική Πελοπόννησο και την Κρήτη, σύμβαση που είχε απορριφθεί από τις προδικτατορικές κυβερνήσεις, για να υπογραφεί τις πρώτες κιόλας εβδομάδες μετά το πραξικόπημα και να καταλήξει σε φιάσκο. Η δεύτερη ήταν η αξιοποίηση ενός δαιμόνιου πτωχεύσαντος αμερικανού επιχειρηματία, ονόματι McDonald, που ανέλαβε να βρει κεφάλαια για τη χρηματοδότηση της “Εγνατίας οδού” αλλά το έσκασε με 4,8 εκατομμύρια δολάρια σε ρευστό κι άλλα 33,4 σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου.(ιος,17.11.96)
  Από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα ήταν αυτό του Τομ Πάπας και της εταιρείας EssoPappas.
  Σύμφωνα με κατάθεση του δημοσιογράφου Η. Δηματρακόπουλου στο αμερικάνικο κογκρέσο, η χούντα διοχέτευσε στο ταμείο της εκστρατείας του Νίξον 549.000 δολάρια σε μετρητά για τη προεκλογική εκστρατεία του το 1968. Το ποσό αυτό προερχόταν από τα κονδύλια που η CIA διοχέτευσε στην ελληνική ΚΥΠ, για την αντικομουνιστική της εκστρατεία.
   Η χρηματοδότηση γινόταν με εντολή του Παπαδόπουλου, μέσω του διοικητή της ΚΥΠ Μιχάλη Ρουφογάλη (δηλαδή ξέπλυμα χρημάτων μέσω του Πάπας). Το αντάλλαγμα για τον Πάπας από τη Χούντα ήταν ευνοϊκές συμβάσεις με το ελληνικό δημόσιο (οι οποίες είχαν αμφισβητηθεί από την Ένωση Κέντρου).
 «Το μερίδιό του στην Ελλάδα περιλαμβάνει την πολυδιαφημισμένη προνομιακή σύμβαση για την COCA-COLA, μονοπώλιο του δικαιώματος αγοράς της ντομάτας της Δυτικής Ελλάδας, και ένα σύμπλεγμα πολλών εκατομμυρίων δολαρίων από χημικές και χαλυβουργικές εγκαταστάσεις, διυλιστήρια και στόλους πετρελαιοφόρων»
(ριζοσπάστης, 29.4.2000).
 Από τα μεγαλύτερα επιχειρηματικά «επιτεύγματά» του ήταν η εξασφάλιση άδειας για τη δημιουργία εργοστασίου εμφιάλωσης της Κόκα-Κόλα στην Ελλάδα. Η αμερικανική πολυεθνική προσπαθούσε για μια δεκαετία να μπει στην ελληνική αγορά, χωρίς αποτέλεσμα.
   Ένα άλλο μεγάλο σκάνδαλο είναι αυτό των σάπιων κρεάτων..
  Ο υπουργός εμπορίου Μπαλόπουλος έκανε λαθρεμπόριο με σάπια κρέατα από τη Ροδεσία που για μήνες και τα «προσέφερε στους έλληνες καταναλωτές»
 (Ιός, 17.11.96).
  Μεγάλο σκάνδαλο ήταν η προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας και πετρελαίου στο 1/3 του κόστους από τη ΔΕΗ της εταιρείας ΠΕΣΙΝΕ -Αλουμίνιο Ελλάδος ΑΕ-
 (Αυγή, 16.4.75).

  Σκανδαλώδες ήταν και το φορολογικό καθεστώς για τους εφοπλιστές. Με μια ολόκληρη σειρά νόμων (Ν. 89/67, 378/68, 465/68 κλπ) οι φόροι στη ναυτιλία μειώθηκαν σε ελάχιστα επίπεδα (ενώ τα κέρδη τους είχαν εξαπλασιαστεί την επταετία), οι εφοπλιστές απολάμβαναν το προνόμιο εξαίρεσης από οποιονδήποτε φόρο εισοδήματος και κρατήσεις. Η ίδρυση του ναυπηγείου Ελευσίνας από τον όμιλο Ανδρεάδη το 1969 με επένδυση δάνεια της χούντας, δανεικά και αγύριστα, χρησιμοποιήθηκε για εξαγωγή συναλλάγματος στο εξωτερικό.
  Το 1972 η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών ανακήρυξε τον Παπαδόπουλο επίτιμο πρόεδρο.

  Το φαινόμενο των μεσαζόντων στην αγροτική οικονομία έκανε θραύση στη Χούντα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της κονσερβοποιίας Κύκνος η οποία έχοντας άφθονες πιστώσεις προαγόραζε σχεδόν τζάμπα τις τομάτες από τους παραγωγούς
   (Αυγή 9.1970).
  Το καθεστώς της ελεύθερης διαμόρφωσης των τιμών που καθιέρωσε η χούντα και της παράλληλης διάλυσης των αγροτικών συνεταιρισμών (απογυμνώνοντας τις γενικές συνελεύσεις των συνεταιρισμών από τις εξουσίες που είχαν μεταβιβάζοντας αυτές στις διορισμένες διοικήσεις) με χαρακτηριστικό πρώτο πείραμα τη τιμή των ψαριών είχε σαν αποτέλεσμα την κερδοσκοπία 10-15 εταιρειών υπερπόντιας αλιείας και διάλυση 20 συνεταιρισμών φτωχών ψαράδων.

Όσο για τη προσωπική ζωή των συνταγματαρχών κάθε άλλο παρά λιτή ήταν.

  Ο Παπαδόπουλος μοίραζε την καθημερινότητα του ανάμεσα στη παραθαλάσσια βίλα στο Λαγονήσι(η οποία παραχωρήθηκε από τον Ωνάση), την ορεινή βίλα στη Πάρνηθα και τη βίλα στο Ψυχικό.
  Ο άντρας της κόρης του Παττακού Α. Μειντάνης, ο οποίος ήταν μηχανικός με πατέρα ταβερνιάρη, ανέλαβε επί χούντας πολεοδομικές μελέτες διαφόρων πόλεων, διορίσθηκε στο μηχανολογικό τμήμα του Τ. Πάπας, διορίσθηκε στο μηχανολογικό τμήμα του Μετοχικού Ταμείου Στρατού και υπέγραψε και μια σύμβαση με τη ΔΕΗ το 1969 για τη μελέτη κατασκευής υποσταθμών της ΔΕΗ

   (Εφημερίδα Ελεύθεροι Έλληνες 4.69).


Η βαθιά τσέπη της χούντας Στους έντονα αντικοινοβουλευτικούς καιρούς μας, ένα δόλιο φάντασμα πλανιέται στον αέρα: ο ισχυρισμός περί «τιμιότητας» των δικτατόρων που κατέλαβαν πραξικοπηματικά την εξουσία το 1967 για να την επιστρέψουν πριν από 36 χρόνια, σαν βρεγμένες γάτες, «στους πολιτικούς».

Παπαδόπουλος και Τομ Πάππας, στο απόγειο της «συνεργασίας» τους. Παπαδόπουλος και Τομ Πάππας, στο απόγειο της «συνεργασίας» τους. Πρόκειται βέβαια για μύθο, θεμελιωμένο στη μίζερη εικόνα των επιζώντων «πρωταιτίων» -αφού πρώτα έχασαν την εξουσία, στερήθηκαν όσα είχαν παράνομα καρπωθεί και υπέστησαν τις οικονομικές συνέπειες της κοινωνικής απομόνωσής τους. Ακόμη κι αυτή η εικόνα δεν αφορά, ωστόσο, παρά ελάχιστους πρωτεργάτες της δικτατορίας. Αγνοεί την οικονομική ευμάρεια πάμπολλων μεσαίων ή «πολιτικών» στελεχών της, που η νομική κατασκευή περί «στιγμιαίου αδικήματος» άφησε παντελώς ατιμώρητα να απολαμβάνουν τα αποκτήματά τους.

  Την επιβίωση του μύθου διευκολύνει η χαώδης διαφορά του τότε με το σήμερα όσον αφορά τη δυνατότητα δημόσιας συζήτησης για παρόμοια ζητήματα. Επί χούντας η ραδιοτηλεόραση ήταν κρατική (κι αυστηρά προπαγανδιστική), ενώ ο τύπος περνούσε από δρακόντεια λογοκρισία.      
  Οποιαδήποτε έρευνα ή ακόμη και νύξη για κρατικά σκάνδαλα ήταν απλά αδιανόητη. Χαρακτηριστικό το κύριο άρθρο του Γιάννη Καψή στον «Ταχυδρόμο» (24/5/74), όταν η δικτατορία Ιωαννίδη δημοσιοποίησε το (παπαδοπουλικό) «σκάνδαλο των κρεάτων»:

«Δεν είναι καινούρια η υπόθεση. Μήνες ολόκληρους οι φήμες οργίαζαν. Κι όμως, κανείς δεν τολμούσε. Κανείς δεν είχε το θάρρος να μεταβάλη τον ψίθυρο σε καταγγελία. Κι όσο οι φήμες απλώνονταν, αγκαλιάζοντας όλο και περισσότερους υπεύθυνους και μη, τόσο μεγάλωνε κι ο φόβος μήπως θίξουμε τα κακώς κείμενα. Ηταν μια “συνωμοσία κραυγαλέας σιωπής”, χάρη και στη δρακόντεια νομοθεσία που ρυθμίζει -και συμπιέζει- την ενάσκηση του λειτουργήματός μας».

  Μετά τη μεταπολίτευση, ο τύπος ξεχείλισε βέβαια από πληροφορίες για σκάνδαλα της χουντικής επταετίας. Ομως αυτά θεωρούνταν τότε -και σωστά- απλές παρωνυχίδες μπροστά στα υπόλοιπα εγκλήματα της δικτατορίας.

Απολαβές και «ασυλία»

  Το πρώτο πράγμα που φρόντισαν να κάνουν οι ηγέτες της χούντας ήταν να αβγατίσουν τα εισοδήματά τους -σε σχέση όχι μόνο με τους έως τότε δημοσιοϋπαλληλικούς μισθούς τους, αλλά και με τις απολαβές της ανατραπείσας κοινοβουλευτικής «φαυλοκρατίας». Με τον Α.Ν. 5 του 1967, ο μισθός του πρωθυπουργού υπερδιπλασιάστηκε (από 23.600 σε 45.000 δρχ), των υπουργών και υφυπουργών αυξήθηκε από 22.400 σε 35.000 δρχ, ενώ θεσπίστηκαν -για πρώτη φορά- ημερήσια «εκτός έδρας» 1.000 και 850 δρχ αντίστοιχα
   («Πολιτικά Θέματα» 5/10/73).

  Ακολούθησαν κι άλλες «τακτοποιήσεις», όπως η καταχρηστική στεγαστική αποκατάσταση «αξιωματικών διαδραματισάντων εξέχοντα ρόλον» στο πραξικόπημα με ειδική ρύθμιση του 1970
(«Πολιτικά Θέματα» 8/2/75).

  Οι δικτάτορες θεσμοθέτησαν τέλος τη μελλοντική ασυλία τους, με ρυθμίσεις που κάνουν τα σημερινά κουκουλώματα να μοιάζουν με παιδικό παιχνίδι. Η χουντική νομοθεσία «περί ευθύνης υπουργών» (Ν.Δ. 802 της 30/12/1970) περιείχε «μεταβατική διάταξη» (§ 48) βάσει της οποίας δίωξη υπουργού ή υφυπουργού της χούντας μπορούσε να γίνει μόνο με απόφαση των… συναδέλφων του. Επιπλέον, όλα τα «εγκλήματα διά τα οποία δεν ησκήθη ποινική δίωξις μέχρι της ημέρας συγκλήσεως» της μελλοντικής Βουλής θεωρούνταν αυτομάτως παραγεγραμμένα!

  Προϋπόθεση για την ατιμωρησία συνιστούσε, φυσικά, η επιτυχία της ελεγχόμενης επιστροφής στον κοινοβουλευτισμό «αλά τουρκικά».
   Η εξέγερση του Πολυτεχνείου τίναξε όμως το εγχείρημα στον αέρα, με αποτέλεσμα τον κάθετο θεσμικό διαχωρισμό της μεταπολίτευσης απ’ το προηγούμενο καθεστώς.

Τα μαύρα κρέατα

  Το μόνο σκάνδαλο που εκκαθαρίστηκε δικαστικά επί χούντας αποκαλύφθηκε για λόγους προπαγανδιστικής «νομιμοποίησης» της ανατροπής του Παπαδόπουλου απ’ τον Ιωαννίδη.   Πρόκειται για την (κυριολεκτικά δύσοσμη) «υπόθεση των κρεάτων», με βασικούς κατηγορούμενους τον πρώην υφυπουργό Εμπορίου Μιχαήλ Μπαλόπουλο και τον γεν. διευθυντή του υπουργείου (και διορισμένο πρόεδρο της ΑΔΕΔΥ) Ζαφείριο Παπαμιχαλόπουλο.

 Το κατηγορητήριο αφορούσε ποικίλες παρανομίες, με κυριότερη τη «δωροληψία κατά συρροήν» από μεγαλεμπόρους για τη μονοπωλιακή εξασφάλιση αδειών εισαγωγής κρέατος -με αποτέλεσμα παράνομες ανατιμήσεις («καπέλα») σε βάρος των καταναλωτών.
  Επιμέρους πτυχή του σκανδάλου συνιστούσε η απαγόρευση διάθεσης ντόπιων ζώων, ώστε να πουληθούν τα προβληματικά κρέατα Αργεντινής που «μαύριζαν» και «δεν τάθελε ο κόσμος».
  Στη δίκη πρόκυψε ανάμιξη του Παττακού -αναγνώστηκε, μάλιστα, και διαταγή του (21/9/72) «όπως διατεθούν το ταχύτερον εις την κατανάλωσιν» τα επίμαχα προϊόντα.

  Ο Μπαλόπουλος καταδικάστηκε σε 3,5 χρόνια φυλάκιση, ποινή που το 1976 μειώθηκε σε 14 μήνες. Δεν διώχθηκε, αντίθετα, για την επίδοση που τον έκανε ευρύτερα διάσημο: το «μπαλόσημο» που (φέρεται να) εισέπραττε ως γραμματέας του ΕΟΤ, με το παρατσούκλι «ο κύριος 10%».

  Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σχετικές ημερολογιακές εγγραφές του διπλωμάτη Γεωργίου Χέλμη, γαμπρού του Μαρκεζίνη.
  «Φαίνεται πως συνελήφθη ο Μπαλόπουλος, πρώην του Τουρισμού, για οικονομικά σκάνδαλα και καταδιώκεται ο Παύλου, γαμπρός του Παττακού, επίσης για οικονομικά σκάνδαλα (υπόθεσις κρεάτων)», σημειώνει στις 21/1/74, για να συμπληρώσει στις 5/2: «Για τα σκάνδαλα, πιστεύει ο Μομφεράτος ότι τίποτε δεν πρόκειται να προωθήσουν, διότι φοβούνται να έλθουν εις αντιθέσεις και, άλλωστε, δεν έχουν μάρτυρες να καταθέσουν».
  Με τη δημοσιοποίηση της δίωξης, εκτιμά, τέλος, «ότι κατά την δίκη θα προκύψουν και στοιχεία για άλλες υποθέσεις (ίσως σκάνδαλα στον τουρισμό κ.ά.)» («Ταραγμένη διετία», Αθήνα 2006, σ. 123, 129 & 161).

Η «νέα φαυλοκρατία»

Η δυσοσμία δεν περιοριζόταν ωστόσο στα κρέατα. Επτά μήνες μετά το πραξικόπημα ο εκδότης του «Ελεύθερου Κόσμου» (και κεντρικός προπαγανδιστής της χούντας) Σάββας Κωσταντόπουλος εξομολογείται γραπτά στον παλιό του πάτρωνα Κωνσταντίνο Καραμανλή: «Λυπούμαι, διότι είμαι υποχρεωμένος να μνημονεύσω και ένα άλλο εκτάκτως λυπηρόν φαινόμενον. Ενεφανίσθη και αναπτύσσεται μία νεο-φαυλοκρατία (ατομικά ρουσφέτια, προσωπικαί εξυπηρετήσεις, τακτοποιήσεις συγγενών, ατομική προβολή κ.ο.κ.)»
  («Αρχείο Καραμανλή», τ. 7ος, σ. 50).

  Παρά τη στενή σχέση του με το καθεστώς, ο Κωσταντόπουλος διατήρησε την ίδια γνώμη μέχρι τέλους. Αναλύοντας το Δεκέμβριο του 1973 στον Καραμανλή την ανατροπή του Παπαδόπουλου, τονίζει πως «είχε υποστεί το καθεστώς και αυτός προσωπικώς ηθικήν φθοράν εις την συνείδησιν των Ενόπλων Δυνάμεων. Μεγάλην ζημίαν τού έκαμε η σύζυγός του και ο ταξίαρχος Μ. Ρουφογάλης, τον οποίον είχε τοποθετήσει εις την ΚΥΠ. Εκαμαν προκλητικάς ενεργείας (εντυπωσιακοί γάμοι, θορυβώδεις δεξιώσεις, δημόσιαι εμφανίσεις με μεγαλοπλουσίους, επίδειξις πλούτου κ.λπ.). Μοιραίον ρόλον έπαιξαν και οι γαμβροί ωρισμένων παραγόντων του καθεστώτος (του κ. Σ. Παττακού και άλλων). Εδημιουργήθη μία αποπνικτική ατμόσφαιρα σκανδάλων διά την οποίαν δεν δυνάμεθα ακόμη να γνωρίζωμεν μέχρι ποίου σημείου ανταπεκρίνετο εις την πραγματικότητα. Πάντως, αντιστοιχία υπήρχε οπωσδήποτε» (όπ.π., σ. 203-205).

  Παρόμοια αίσθηση αναδύουν κι οι επιστολές του «γεφυροποιού» Ευάγγελου Αβέρωφ προς τον Καραμανλή: «Κυκλοφορούσαι φήμαι περί μεγάλων ή μικρών σκανδάλων (δημοπρασίαι τηλεοράσεως, ΟΛΠ, σύμβασις Reynold’s, βέβαιοι μικρολοβιτούραι Ματθαίου και άλλα)» (14/10/68), «ανησυχία» του Παπαδόπουλου για «τα γύρω του σκάνδαλα, το ξεχαρβάλωμα της Διοικήσεως» (28/10/72).

   Ιδια γεύση και στη συνομιλία του νεαρού -τότε- πολιτικού επιστήμονα Θεόδωρου Κουλουμπή με τον παλαίμαχο μεταξικό υπουργό Ασφαλείας, Κωνσταντίνο Μανιαδάκη (27/8/71): «Και για το στρατό; τον ρώτησα. Η απάντησή του ήταν να τρίψει τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού, υπονοώντας ότι δωροδοκούνται»
   («Σημειώσεις ενός πανεπιστημιακού», σ. 116-117).

Ειδική πτυχή της «νεοφαυλοκρατίας» αποτέλεσε η ποικιλότροπη «τακτοποίηση» του συγγενικού περιβάλλοντος των δικτατόρων:

*Ο Μακαρέζος διόρισε υπουργό Γεωργίας (κι αργότερα Βορείου Ελλάδος) τον κουνιάδο του, Αλέξανδρο Ματθαίου.


*Ο Λαδάς έκανε τον ένα ξάδερφό του διοικητή της ΑΣΔΕΝ και τον άλλο γ.γ. Κοινωνικών Υπηρεσιών.

*Ο γαμπρός του Παττακού Αντρέας Μεϊντάσης επιδόθηκε σε μπίζνες με το Δήμο Αθηναίων -από την κατασκευή του υπόγειου γκαράζ της Κλαυθμώνος μέχρι μια τεχνική μελέτη αξιοποίησης δημοτικού ακινήτου, ύψους 1.109.000 δρχ.

*Τα αδέρφια του αρχηγού βολεύτηκαν κι αυτά.

  Ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος ως στρατιωτικός ακόλουθος, γ.γ. του υπ. Προεδρίας, περιφερειακός διοικητής Αττικής και «υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ». 

  Ο Χαράλαμπος Παπαδόπουλος αναρριχήθηκε αστραπιαία στην υπαλληλική ιεραρχία για να αναλάβει γ.γ. Δημ. Τάξεως. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα βαθμοφόρου υφισταμένου του, «μένει γνωστός σαν “μπον φιλέ” γιατί, τυλιγμένος σε χειμωνιάτικο παλτό, τρέχει νύκτα μαζί με αξιωματικούς αστυνομίας πόλεων στα καμπαρέ σαν γκάγκστερς και τρώγουν φιλέτο» (Αλέξανδρος Δρεμπέλας, «Ο θρήνος του χωροφύλακα», Αθήνα 1998, σ. 118).

Ειδική κατηγορία σκανδάλων συνιστούν οι ανεξέλεγκτες δανειοδοτήσεις «ημετέρων».
  Τον πρώτο καιρό μετά τη μεταπολίτευση το θέμα απασχόλησε επανειλημμένα τα ΜΜΕ, για προφανείς όμως λόγους οι σχετικές κατηγορίες ουδέποτε ερευνήθηκαν σε βάθος.
  Αποκαλυπτικά είναι δύο έγγραφα του τότε αρχηγού της ΚΥΠ Μιχαήλ Ρουφογάλη που αποκάλυψε ο «Ταχυδρόμος» (29/8 και 12/9/74), με το ενδοκαθεστωτικό φακέλωμα «δανείων άτινα θεωρούνται χαριστικά ή επισφαλή», καθώς και των παραγόντων που «παρενέβησαν» για τη χορήγησή τους. Το συνολικό ύψος των «χορηγηθέντων» δανείων ήταν 1.519.000.000 δρχ. και των «υπό έγκρισιν» 1.644.000.000 δρχ.
Ενδιαφέρουσα και η εμπιστευτική ενημέρωση του Χαρίλαου Χατζηγιάννη, προσωπικού φίλου του δικτάτορα, προς τον αυλάρχη του εξόριστου βασιλιά Κωνσταντίνου (25/11/70):

   «Αυξάνεται η επιρροή της Δέσποινας (Παπαδοπούλου), του Ρουφογάλη και του Φραγκίστα. Η Δέσποινα ανακατεύεται σε όλα και, αναμφισβήτητα, επηρεάζει τον άντρα της. Ακόμη και η κόρη της παίζει ρόλο. Μιλούν και για οικονομικά συμφέροντα. Ο Λαδάς φώναξε τον Χατζηγιάννη και του συνέστησε, φιλικά, να διαφωτίσει τον Παπαδόπουλο» 
  (Λεωνίδας Παπάγος, «Σημειώσεις 1967-1977», Αθήνα 1999, σ. 296).

Η ντόλτσε βίτα

  Την εικόνα συμπληρώνουν, από διαφορετική οπτική γωνία, οι αναμνήσεις της Ντέλλας Ρουφογάλη, φωτομοντέλου που το 1973 παντρεύτηκε τον διοικητή της ΚΥΠ:
  «Αρχίζω να ράβω την καινούρια μου γκαρνταρόμπα στους μετρ της ραπτικής για τους οποίους μέχρι τώρα έκανα επιδείξεις. Η ζωή μου έχει αλλάξει τελείως, το ίδιο και η συμπεριφορά όλων απέναντί μου. Μου φέρονται με έκδηλο σεβασμό και τα κοπλιμέντα τους είναι υπερβολικά. Αλλά μου αρέσει. Εγώ εξακολουθώ να φέρομαι φιλικά προς τους παλιούς γνωστούς και τους καινούριους, πλούσιους φιλοχουντικούς επιχειρηματίες που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα μαζί με τα ραβασάκια για ρουσφέτια. Αισθάνομαι πως έχω υποχρέωση να εξυπηρετήσω τους πάντες. Ο Μιχάλης συνήθως δεν αρνείται. Γεύομαι τη δύναμη της εξουσίας, και με μαγεύει» (σ. 85-86).

Στην ιδιαίτερη πατρίδα της, τη Βέροια, «έρχονται πολλοί να με δουν. Γνωστοί και άγνωστοι. Ο πατέρας μου μου δίνει πακέτο τα σημειωματάκια με τα ρουσφέτια που ζητούσαν οι γνωστοί του όλο αυτό τον καιρό και εγώ του υπόσχομαι ότι κάτι θα προσπαθήσω να κάνω». Μεταξύ των αιτημάτων που ικανοποίησε, γράφει, ήταν και η απονομή χάριτος (απ’ τον Παπαδόπουλο) σ’ έναν συντοπίτη της εξαγωγέα, πρώην «μεγάλο ποδοσφαιριστή της τοπικής ομάδας», που είχε καταδικαστεί «με αποδείξεις» για κατασκοπία υπέρ της Βουλγαρίας (σ. 89).

Τους αρραβώνες του ζεύγους τίμησαν «επιλεγμένοι εξωκυβερνητικοί παράγοντες», όπως οι επιχειρηματίες Λάτσης και Κιοσέογλου.
  «Την επόμενη βδομάδα καινούρια δώρα, καινούριες ανθοδέσμες, φρέσκα ψάρια απ’ όλα τα νησιά της Ελλάδας, κούτες με το καλύτερο χαβιάρι της Περσίας και παγωμένα καβούρια της Αλάσκας καταφθάνουν στο σπίτι. Δεν ξέρω τι να τα κάνω» (σ. 88).

Στο γάμο τους, πάλι, παραβρέθηκαν «ο Παύλος Βαρδινογιάννης, ο εφοπλιστής Θεοδωρακόπουλος με το γιο του τον Τάκη, ο Κώστας Δρακόπουλος των διυλιστηρίων, ο Νίκος Ταβουλάρης των ναυπηγείων, το ζεύγος Μποδοσάκη, ο Αγγελος Κανελλόπουλος των τσιμέντων “Τιτάν” με τη γυναίκα του, ο Τομ Πάππας, ο Γ. Λύρας, ο Γιώργος Ταβλάριος, εφοπλιστής από τη Νέα Υόρκη με τη γυναίκα του και ο Γιάννης Λάτσης με τη μεγάλη του κόρη, αφού η γυναίκα του την ίδια μέρα πάντρευε την ανιψιά της σε άλλη εκκλησία» (σ. 95).

Εύγλωττη για τις στενές σχέσεις χουντικής ηγεσίας και μεγαλοκαπιταλιστών είναι η περιγραφή ενός ιδιωτικού ταξιδιού της Ντέλλας με τη Δέσποινα Παπαδοπούλου στο Παρίσι:
  «Μένουμε σε μεγάλες σουίτες στο Intercontinental. Ερχονται να μας επισκεφθούν με το τραίνο από τη Γενεύη ο Γιάννης Λάτσης και η σύζυγός του Εριέττα. Είναι πολύ φίλοι της Δέσποινας (…). Πηγαίνουμε σε όλα τα καλά μαγαζιά της Φομπούρ Σεντ Ονορέ. Η Δέσποινα έχει αφεθεί στο γούστο μου (…). Λόγω της παρατεταμένης κακοκαιρίας, πηγαίνουμε οδικώς στις Βρυξέλλες με λιμουζίνα που μας έστειλε ο Ωνάσης» (σ. 87).

Οι επαφές αυτές δεν ήταν αυστηρά κοινωνικές. Λίγο μετά το Πολυτεχνείο, π.χ., το ζεύγος Ρουφογάλη τρώει στο σπίτι του με τον Λάτση. Αρχηγός της ΚΥΠ κι εφοπλιστής «συζητούν για τα διυλιστήρια και τα προβλήματα που έχει». Μετά το τέλος της κουβέντας, ο δεύτερος προθυμοποιείται να συνοδεύσει τη γυναίκα του πρώτου στο Λονδίνο, για κάποιες ιατρικές εξετάσεις (σ. 100).

Οι συμβάσεις

Μια στιχομυθία του Ρουφογάλη φωτίζει, τέλος, καλύτερα την τυχοδιωκτική διαχείριση του δημόσιου πλούτου από τα ηγετικά στελέχη της χούντας:

«Ένα βράδυ ο Χρήστος Μίχαλος, τότε υπουργός, μισοαστειευόμενος, του λέει ότι τώρα που παντρεύτηκε θα πρέπει να κάνουν καμιά δουλειά να εξασφαλίσουν το μέλλον τους, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται. Ο Μιχάλης, ατάραχος, του λέει να μην ανησυχεί. “Οσο είμαστε στα πράγματα δεν μας χρειάζονται λεφτά και, αν πέσουμε, τα λεφτά δεν θα μας σώσουν”. Ξεσπάει σε γέλια. Εγώ παγώνω, μαζί μου κι ο Μίχαλος» (σ. 98).

Το φιλέτο των σκανδάλων της «επταετίας» υπήρξαν, ωστόσο, οι μεγάλες «αναπτυξιακές» συμβάσεις της περιόδου.

   *Η πρώτη υπογράφηκε με την αμερικανική πολυεθνική Litton (15/5/67), για «παροχήν υπηρεσιών οργανώσεως και διεκπεραιώσεως της οικονομικής αναπτύξεως ορισμένων περιοχών εις Κρήτην και Δυτικήν Πελοπόννησον» (ΦΕΚ 1972/Α/88).
   Είχε προταθεί το 1966 απ’ την κυβέρνηση των αποστατών (κυρίως τον Μητσοτάκη), αλλά η Βουλή δεν τόλμησε να την ψηφίσει.
  Η Litton θα εισέπραττε όλα τα έξοδα που έκανε «βοηθώντας» το Δημόσιο (συν κέρδος 11%) και προμήθεια 2% επί των κεφαλαίων (ή των δανείων) που θα έφερνε, θεωρητικού ύψους 800.000.000 δολαρίων.
  Ως «προκαταβολή», το Δημόσιο της κατέβαλε 1.200.000 δολάρια.

Δυσανάλογα μεγάλο κέρδος

  Στην πράξη, η εταιρεία αρκέστηκε να ξεκοκαλίζει τα ποσοστά επί των… εξόδων της: «Το κέρδος μας είναι φυσικά δυσανάλογα μεγάλο», παραδεχόταν (στις ΗΠΑ) ο υπεύθυνος του προγράμματος, «επειδή δεν έχουμε κάνει βασική επένδυση. Η επένδυση είναι το καλό μας όνομα». Τελικά η σύμβαση λύθηκε στις 15/10/69 με καταβολή από το κράτος των δαπανών της εταιρείας -συν 11%- ακόμη και κατά την… «περίοδο τερματισμού» (ΦΕΚ 1969/Α/268). Επίσημη δικαιολογία: «Αι ελληνικαί υπηρεσίαι είναι εις θέσιν να συνεχίσουν άνευ ειδικής εξωτερικής βοηθείας τας προσπαθείας διά την ανάπτυξιν»
   («Βήμα», 16/10/69).

*Απίστευτα επαχθής ήταν και η σύμβαση για την κατασκευή της Εγνατίας που ο Μακαρέζος υπέγραψε με τον αμερικανό εργολάβο Ρόμπερτ Μακντόναλντ (ΦΕΚ 1969/Α/15). Το Δημόσιο έβαζε 45 απ’ τα 150 εκατομμύρια δολάρια του έργου, «διευκόλυνε» τον «επενδυτή» με ομόλογα 80.000.000 κι εγγυόταν για τα δάνειά του. Το έργο θα γινόταν από έλληνες υπεργολάβους, ενώ ο «ανάδοχος» θα φρόντιζε απλώς για μελέτες και δάνεια, εισπράττοντας αμοιβή 14% επί των εξόδων (συμπεριλαμβανόμενης της δημόσιας χρηματοδότησης!) -τα 4.500.000 δολάρια «εν είδει προκαταβολής». «Εάν κατά την διάρκειαν της μελέτης ήθελεν διαπιστωθή» από τον ίδιο πως 150 εκατομμύρια δεν αρκούν, μπορούσε είτε να ψάξει για άλλα είτε απλά να «θεωρηθή εκτελέσας την σύμβασιν άμα τη συμπληρώσει της κατασκευής τμήματος της οδού, ούτινος η αξία ανέρχεται εις δολλ. ΗΠΑ 150.000.000» (άρθρο 1§4). Τελικά, δεν βρήκε ούτε τα προβλεπόμενα κι έφυγε, αφού το Δημόσιο επιβαρύνθημε με 1,5 δισ. δρχ.
  Ο Ελληνοαμερικανός Τομ Πάππας ήταν ήδη παρών με το διυλιστήριο της Esso στη Θεσσαλονίκη, επένδυση του 1962 που είχε καταγγελθεί ως σκανδαλωδώς προνομιακή. Το Μάιο του 1972 η χούντα τον απάλλαξε από τις αντισταθμιστικές υποχρεώσεις που είχε αναλάβει, για ανέγερση έξι αγροτοβιομηχανικών μονάδων σε διάφορα σημεία της χώρας (ΦΕΚ 1972/Α/72). Του έδωσε και άδεια για τα εργοστάσια της Coca Cola, που οι κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις δεν ενέκριναν, ως ανταγωνιστικά προς τη ντόπια παραγωγή αναψυκτικών (ΦΕΚ 1968/Α/201).

  Θερμός υποστηρικτής της χούντας, ο Πάππας πρωταγωνίστησε ως γνωστόν στο «ελληνικό Γουοτεργκέιτ», ανακυκλώνοντας κονδύλια της CIA για το χρηματισμό του Νίξον από τους δικτάτορες. Ενας προσωπάρχης του με σκανδαλώδες παρελθόν, ο Παύλος Τοτόμης, διορίστηκε το 1967 υπουργός Δημόσιας Τάξης και κατόπιν πρόεδρος της ΕΤΒΑ.

*«Μητέρα όλων των μαχών» υπήρξε ωστόσο το ντέρμπι των μεγιστάνων (Ωνάσης, Νιάρχος, Βαρδινογιάννης, Ανδρεάδης, Λάτσης κ.ά.)
για το 3ο διυλιστήριο της χώρας. Ο Παπαδόπουλος τάχθηκε αποφασιστικά υπέρ του Ωνάση, σε βίλα του οποίου (στο Λαγονήσι) έμενε αντί συμβολικού ενοικίου, ενώ ο Μακαρέζος υπέρ του Νιάρχου. Η σύγκρουση έφτασε στα άκρα, με απόπειρες πραξικοπημάτων κι έκτακτους ανασχηματισμούς. Τελικά ο Ωνάσης τα παράτησε, ακυρώνοντας τη «μεγαλειώδη» σύμβαση που είχε υπογράψει και παίρνοντας πίσω την εγγύησή του, το τρίτο διυλιστήριο μοιράστηκε μεταξύ Ανδρεάδη και Λάτση (ΦΕΚ 1972/Α/130) κι ένα τέταρτο παραχωρήθηκε στον Βαρδινογιάννη (ΦΕΚ 1972/Α/181).

Μια λεπτομέρεια αυτής της τιτανομαχίας, από την εμπιστευτική ενημέρωση Χατζηγιάννη προς τον Παπάγο (25/11/70), παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον με βάση τα σημερινά δεδομένα:

«Σε άλλο υπουργικό συμβούλιο, παραβρισκόταν ο Καρδαμάκης, ο οποίος εισηγήθηκε την αγορά μηχανημάτων από τη Siemens και την AEG χωρίς διαγωνισμό, για να μπορέσει να ανταποκριθεί η ΔΕΗ στο πρόγραμμά της, που καθυστερούσε λόγω των δυσκολιών εκτέλεσης των συμφωνιών Ωνάση. Ο Παπαδόπουλος έλυσε μόνος του το θέμα, αποδεχόμενος την αγορά από τη μία εταιρεία».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Jean Meynaud: «Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα» (Αθήνα 2002, εκδ. Σαββάλας).
Η σφαιρικότερη ανάλυση της ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής ζωής κατά τη δεκαετία του ’60. Ο 2ος τόμος είναι αφιερωμένος στα Ιουλιανά και τη δικτατορία.

Σταύρος Ζορμπαλάς: «Ο νεοφασισμός στην Ελλάδα (1967-1974)» (Αθήνα 1978, εκδ. Σύγχρονη Εποχή).
Ανάλυση του δικτατορικού καθεστώτος, με έμφαση στη διαπλοκή του με το μεγάλο κεφάλαιο και τον ξένο παράγοντα. Ενδιαφέρουσα πρωτογενής τεκμηρίωση.

Δ. Μπενάς: «Η εισβολή του ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα» (Αθήνα 1976, εκδ. Παπαζήση).
Εκτενής παρουσίαση των αμαρτωλών συμβάσεων της χούντας κι ακτινογραφία της διαπλοκής ντόπιου και ξένου κεφαλαίου κατά τη δεκαετία του ’70.

Γιώργης Κρεμμυδάς: «Οι άνθρωποι της χούντας μετά τη Δικτατορία» (Αθήνα 1985, εκδ. Εξάντας).
Δημοσιογραφική καταγραφή προσώπων και πραγμάτων, αποτυπώνει τις πολλαπλές ταχύτητες (και, συχνά, την πλήρη απουσία) «κάθαρσης» των συνεργατών της δικτατορίας.

Ευάγγελος Κουλουμπής: «…71 …74: Σημειώσεις ενός πανεπιστημιακού» (Αθήνα 2002, εκδ. Πατάκη).
Ημερολογιακή καταγραφή συνομιλιών και συναντήσεων του -εξ Αμερικής ορμώμενου- συγγραφέα με στελέχη, οπαδούς και αντιπάλους του καθεστώτος κατά την τελευταία τριετία του.

Ντέλλα Ρουφογάλη-Ρούνικ: «Να γιατί…» (Αθήνα 2002, εκδ. Φερενίκη).
Γλαφυρή αυτοβιογραφία της πάλαι ποτέ συζύγου του χουντικού αρχηγού της ΚΥΠ. Αποκαλυπτική για τον τρόπο ζωής του ηγετικού πυρήνα της χούντας, αλλά και για τη στενή διαπλοκή του με μικρούς και (κυρίως) μεγάλους καπιταλιστές.

Το «Τάμα του Εθνους»

  Υπήρξε ίσως το χαρακτηριστικότερο σκάνδαλο της χούντας: Ο τέλειος συνδυασμός της επαγγελίας μιας «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών» με τη μεγαλομανία του δικτάτορα και το ξάφρισμα υπέρογκων δημόσιων κονδυλίων.
  Στις 14 Δεκεμβρίου 1968, ο Παπαδόπουλος εξήγγειλε την ανέγερση ενός μνημειώδους Ναού του Σωτήρος στα Τουρκοβούνια – ως εκπλήρωση, υποτίθεται, της σχετικής υπόσχεσης της Δ’ Εθνοσυνέλευσης του 1829 προς τον Θεό σε περίπτωση απελευθέρωσης της Ελλάδας. Σύμφωνα, άλλωστε, με τη χουντική προπαγάνδα, η «επανάστασις» της 21ης Απριλίου 1967 δεν ήταν παρά η άμεση συνέχεια -και ολοκλήρωση- του 1821.
   Το έργο εγκρίθηκε στις 5.1.1969 σε κοινή συνεδρίαση υπουργικού συμβουλίου και αρχιεπισκόπου. Για την επίβλεψή του συστήθηκε τον Μάιο μια «Ανώτατη Επιτροπή» με πρόεδρο τον ίδιο τον πρωθυπουργό Γ. Παπαδόπουλο και μέλη τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, τους υπουργούς Εσωτερικών Στ. Παττακό, Συντονισμού Ν. Μακαρέζο, Παιδείας Θ. Παπακωνσταντίνου, Δημ. Εργων Κ. Παπαδημητρίου και τον υφυπουργό Προεδρίας Κ. Βοβολίνη. Ενα δεύτερο σώμα, το «Γνωμοδοτικό Συμβούλιο», αποτελούνταν από τον πρόεδρο της Ακαδημίας, τους πρυτάνεις του Πανεπιστημίου και του ΕΜΠ, τον δήμαρχο Αθηναίων, τον γενικό διευθυντή Αρχαιοτήτων και τον κοσμήτορα της Αρχιτεκτονικής. Στο εγχείρημα μετείχε, με άλλα λόγια, σύμπασα η ανώτατη πολιτική και πνευματική ηγεσία του καθεστώτος.
   Για το είδος της προπαγάνδας που συνόδευσε την εξαγγελία, αποκαλυπτικό είναι ένα απόσπασμα από την «Ηχώ των Ενόπλων Δυνάμεων» (3.6.1973): «Ο Ναός του Σωτήρος Χριστού, αφ’ ενός μεν υλοποιεί την υπόσχεσιν που έδωσε το Εθνος προς τον Θεό, και αφ’ ετέρου θ’ αποτελέση, μετά την οικοδόμησίν του, το τρίτο αρχιτεκτονικό οικοδόμημα των Αθηνών, μετά τον κλασικό Παρθενώνα και τον Βυζαντινό Λυκαβηττό».
   Η επιστημονική κοινότητα των 1.857 ελλήνων αρχιτεκτόνων δεν φάνηκε πάντως να δείχνει τον ίδιο ενθουσιασμό. Τρεις διαδοχικοί διαγωνισμοί «προσχεδίων» και «ιδεών» μεταξύ 1970 και 1973 κατέληξαν σε φιάσκο: παρά τα τεράστια «βραβεία» που τους συνόδευαν (από 300.000 μέχρι 5.000.000 δραχμές, όταν ο μέσος μισθός του ιδιωτικού τομέα ήταν γύρω στις 4.000 δραχμές), οι προτάσεις που υποβλήθηκαν ήταν αντίστοχια 7, 35 και 31. Τελικά και οι τρεις διαγωνισμοί κηρύχθηκαν άγονοι -μάλλον δίκαια, αν κρίνουμε από τις μακέτες που δημοσιεύθηκαν μεταδικτατορικά στο «Αντί» (30.11.1974). Ακόμα κι έτσι, 3.650.000 δρχ. διανεμήθηκαν σε ελάσσονες «επαίνους».
   Απείρως μεγαλύτερη τέχνη επιδείχθηκε στη διασπάθιση των χρημάτων.
   Τον Ιούνιο του 1969 ανακοινώθηκε η σύσταση «Ειδικού Ταμείου» για την οικονομική διαχείριση του «τάματος». Σύμφωνα με τον τελικό απολογισμό του που δημοσιεύθηκε μετά την ανατροπή του Παπαδόπουλου («Εστία», 19.1.1974), το «Ταμείο» εισέπραξε συνολικά 453.300.000 δρχ.: 45,5 εκατομμύρια ως επιχορήγηση απ’ τον τακτικό προϋπολογισμό, 180 εκατομμύρια από «δωρεές, εισφορές κ.λπ.» και 230 εκατομμύρια σε δάνεια. Ενα μέρος των «εισφορών» ήταν επίσης δημόσιο χρήμα (η Αγροτική Τράπεζα «πρόσφερε» π.χ. 10 εκατομμύρια), ενώ το υπόλοιπο προήλθε από το υστέρημα του φιλοχρίστου και φιλοθεάμονος κοινού – όπως ο συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος που θυσίασε στο «Τάμα» ολόκληρο το εφάπαξ του (109.455 δρχ.), εισπράττοντας «τα συγχαρητήρια του πρωθυπουργού διά του υπουργού Προεδρίας» («Τα Νέα», 31.12.1968).
   Σύμφωνα ωστόσο με τον ίδιο απολογισμό, το 90% των εσόδων είχε ήδη καταναλωθεί σε απαλλοτριώσεις, «δαπάνες μελετών», προπαρασκευαστικά έργα και «δαπάνες διοικήσεως και λειτουργίας»!
   «Φαίνεται ότι ο Ναός του Σωτήρος, που πρόκειται να ανεγερθή πάνω στα Τουρκοβούνια, θα είναι απ’ τους πιο θαυματουργούς στη χώρα μας», σχολίαζαν τις επόμενες μέρες τα «Τα Νέα» (26.1.1974). «Γιατί, πριν ακόμα κτισθή, πριν καν γίνουν τα σχέδια για την κατασκευή του, δαπανήθηκαν -λες από θαύμα- τα 406 εκατομμύρια δραχμές από τα 453 εκατομμύρια που είχαν τελικά συγκεντρωθεί. Πάντως κι οι πιο ολιγόπιστοι θαύμασαν το γεγονός ότι με εντελώς κανονικό τρόπο αναλώθηκε ολόκληρο το τεράστιο αυτό ποσόν για ένα έργο του οποίου ακόμα δεν κατάφεραν οι υπεύθυνοι να έχουν ούτε το σχέδιο. [...] Αφού λεφτά δεν υπάρχουν πια, αφού ούτε καν τα σχέδια του ναού δεν έχουν γίνει ακόμη, η υπόθεση αυτή θα πρέπει να λήξη εδώ και όλοι θα φροντίσουμε να ξεχασθή».

http://www.iospress.gr.

Ο ετεροθαλής αδελφός του αρχιπραξικοπηματία Γεωργίου Παπαδόπουλου, ο Σ. Βαγενάς, έλαβε από την ΕΤΒΑ παράνομα:

Την 22.12.1971 δέκα εκατομμύρια δραχμές.
Την 8.3.1972 τρία εκατομμύρια δραχμές.
Την 27.10.1972 πάλι τρία εκατομμύρια δραχμές.
Την 2.2.1973 τέσσερα εκατομμύρια δραχμές.


Το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων αυτών, αφού ιδιοποιήθηκε, μεταφέρθηκε παράνομα στο εξωτερικό ! Εννοείται ότι συναυτουργός ήταν ο Γιώργος Παπαδόπουλος.


  Η Δέσποινα Παπαδοπούλου, ενώ πριν την 21η Απριλίου 1967 δεν είχε τα στοιχειώδη, βρέθηκε το 1973 με γούνες (οι περισσότερες αξίας άνω του μισού εκατομμυρίου), πανάκριβα κοσμήματα, τιμαλφή αμύθητης αξίας, αγαθά που φυσικά δεν θα μπορούσε με τίποτα να δικαιολογήσει την νομιμότητα της απόκτησής των.

  Η ίδια κυρία, την 4.8.1972, με την υπ’ αριθμόν 15604 συμβολαιογραφική πράξη του συμβολαιογράφου κυρίου Π. Ευστρατιάδη, αγόρασε διαμέρισμα έξι (06) δωματίων, δύο λουτρών κλπ, επί των οδών Σορβόλου 3, Αρδητού 14-16 και Κούταλα, αντί 1.700.000 δραχμών.

  Ο αρχιπραξικοπηματίας Παπαδόπουλος, αγόρασε την 1.3.1969 με το υπ’ αριθμόν 124573 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου κυρίου Καιδηρόπουλου πολυτελέστατο διαμέρισμα πέντε δωματίων επί των οδών Νυμφαίου και Ιωνίας στη Νέα Σμύρνη, έναντι του ποσού των 200.000 δραχμών. Μιλάμε για εξόφθαλμη κλοπή, αφού το 1969, στην περιοχή αυτή, με το ποσό αυτό άντε να αγόραζε κανείς μια θέση στάθμευσης …

  Πάλι ο ίδιος, στις 14.7.1972 αγόρασε πολυτελέστατο πεντάρι αντί του 1.300.000 δραχμών
(ευτελές ποσό).

  Στον γνωστό συνοικισμό του Παπάγου, ο Παπαδόπουλος, προικοδότησε τον γαμπρό του Β. Ζάππα και την θυγατέρα του Χρυσούλα με μια υπερπολυτελή μονοκατοικία, πέντε δωματίων, επί της οδού Τζουμέρκων 13. Στο σχετικό συμβόλαιο-προικοσύμφωνο με τον αριθμό 16857 της 11.6.1971 (συμβολαιογράφος Εμμανουήλ Παπαδόπουλος), αναγράφεται ως ποσό αγοράς του ακινήτου, το ιλιγγιώδες 360.000 δραχμές …


  Η αδελφούλα του δικτάτορα Αναστασία Παπαδοπούλου, αγόρασε το 1969, ένα φτωχικό στη Νέα Σμύρνη, μόλις ένα δυαράκι, αντί του ποσού των 80.000 δραχμών…

Από http://el.wikipedia.org/

  Η επταετία της Χούντας σημαδεύτηκε από σκάνδαλα και πολλές περιπτώσεις χρηματισμού και ευνοιοκρατίας. Τα πιο γνωστά είναι το σκάνδαλο με τα λεγόμενα θαλασσοδάνεια του συνταγματάρχη Ιωάννη Λαδά[Πολιτικά Θέματα, 8.2.75] που έμεινε κοροϊδευτικά στην ιστορία ως ο κύριος καθαρά χέρια, το σκάνδαλο με τα σάπια κρέατα του συνταγματάρχη Μπαλόπουλου [Λεωνίδας Παπάγος Σημειώσεις 1967-1977] και οι τεράστιες χρηματικές δαπάνες για τα κοσμικά πάρτι και την πολυτελή ζωή του αντισυνταγματάρχη (ο Παπαδόπουλος τον έκανε υποστράτηγο) Μιχάλη Ρουφογάλη, που του είχε ανατεθεί η διεύθυνση της ΚΥΠ, δηλαδή του εθνικά κρίσιμου τομέα των μυστικών υπηρεσιών, ο οποίος επίσης εξασφάλιζε τη χορήγηση δανείων σε υποστηρικτές της χούντας, επιβαρύνοντας τις ελληνικές δημόσιες τράπεζες [Ταχυδρόμος, 12.9.74].
   Η ευνοιοκρατία και το ρουσφέτι επί χούντας γιγαντώθηκαν:
  ο Μακαρέζος διόρισε τον κουνιάδο του Αλέξανδρο Ματθαίου Υπουργό Γεωργίας, ο Λαδάς έκανε τον ένα ξάδερφό του στρατηγό και διοικητή της ΑΣΔΕΝ και έναν άλλο ξάδερφό του Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, και ο γαμπρός του Παττακού Ανδρέας Μεϊντάσης έγινε βαθύπλουτος παίρνοντας χαριστικά δουλειές από το Δήμο Αθηναίων. Ο στρατηγός Βασίλης Καρδαμάκης διορίστηκε διοικητής της ΔΕΗ και ο στρατηγός Αλέξανδρος Νάτσινας (πρώην αρχηγός ΚΥΠ με τεράστιες ευθύνες για το σχέδιο ΠΕΡΙΚΛΗΣ και το παρακράτος) διορίστηκε Πρόεδρος στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.[Αλέξανδρος Δρεμπέλας ο θρήνος του Χωροφύλακα 1998]
   Ο ίδιος ο Παπαδόπουλος διόρισε τον αδελφό του Κωνσταντίνο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβερνήσεως, περιφερειακό διοικητή Αττικής και Υπουργό παρά τω Πρωθυπουργό διαδοχικά. Τον άλλο αδελφό του, Χαράλαμπο, τον διόρισε Γενικό Γραμματέα στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Ο Χαράλαμπος αποκαλούνταν ειρωνικά “μπον φιλέ” από τους αξιωματικούς της Χωροφυλακής, επειδή συνήθιζε να τρώει καθημερινά στα εστιατόρια ακριβών ξενοδοχείων μαζί με τη φρουρά του και τους υπαλλήλους του.[Δρεμπέλας 1998]

5. Οικονομικές σχέσεις και μηχανισμοί κατά τη διάρκεια της δικτατορίας

Από άρθρο του Μιχάλη Λυμπεράτου* στο Δρόμο της Αριστεράς
… η οικονομική πολιτική της … ήταν απόλυτα εναρμονισμένη με τις οικονομικές στρατηγικές που δρομολογήθηκαν όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Στην ουσία επρόκειτο για την εφαρμογή ενός σχεδιασμού που εγκαινιάστηκε με το σχέδιο Μάρσαλ και μορφοποιήθηκε από τις οικονομικές προτεραιότητες μιας ελληνικής αστικής τάξης, όπως αυτή προέκυψε δυνάμει των συνθηκών που επικράτησαν στην Κατοχή και τον Εμφύλιο και η οποία δρομολόγησε έναν συγκεκριμένο τύπο ανάπτυξης, ιδίως από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και μετά. …
… το καθεστώς εκτεταμένων και σκανδαλωδών εν πολλοίς φορολογικών «διευκολύνσεων» που επέκτεινε η χούντα (ΝΔ 916/1971) βασίστηκε στο νόμο 4171 του 1961 περί κινήτρων οικονομικής ανάπτυξης, τις βασικές ρυθμίσεις του οποίου ανανέωσε. Ο νόμος 2687 του 1953 «περί επενδύσεως και προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού» εξελίχθηκε με ενδιάμεσες τροποποιήσεις (1961,1965) στο νόμο 608/1970 της χούντας περί «εταιριών επενδύσεων χαρτοφυλακίου… Το ίδιο συνέβη με την πολιτική των συμβάσεων του ελληνικού κράτους με ξένες ιδίως εταιρίες. Επρόκειτο για συμβάσεις, όπως αυτή της «Ολυμπιακής», που υπεγράφη στα 1956 και παραχωρούσε δεκάδες προνόμια εκμετάλλευσης των αεροπορικών μεταφορών, η οποία, μεταξύ άλλων, στα 1971 απέδωσε τη δυνατότητα στον Ωνάση για την προμήθεια αεροπλάνων με πλήρη απαλλαγή των αγορών αυτών από οποιοδήποτε φόρο ή εισφορές υπέρ του δημοσίου.
Το ίδιο καθεστώς αναπαρήγαγε και επέκτεινε η χούντα και με τις προδικτατορικές συμβάσεις του αμίαντου (Εταιρία Μεταλλεία Βορείου Ελλάδος), του Νιάρχου για τα ναυπηγεία, του Τ. Πάππας για τα διυλιστήρια, ή με τη σύμβαση με την Πεσινέ για το αλουμίνιο κ.λπ. Μάλιστα, για τη σχέση αυτή των προδικτατορικών συμβάσεων και αυτών της χούντας η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν του Πάππας και της «ΕΣΣΟ»: η σύμβαση του 1962 ήταν τόσο σκανδαλώδης ώστε για να χρυσωθεί το χάπι επιβλήθηκε στην εταιρία ως συμβατική υποχρέωση να δημιουργήσει 5-6 γεωργικές βιομηχανίες, στη δημιουργία των οποίων ποτέ δεν προχώρησε. Η χούντα στα 1972 απάλλαξε και τυπικά την εταιρία από τις υποχρεώσεις αυτές, με αντιστάθμισμα τη δημιουργία ενός εργοστασίου εμφιάλωσης της Κόκα-Κόλα στην Ελλάδα.
  Με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος μόνο την πενταετία 1967-1971 εισήχθησαν στην Ελλάδα 550,8 εκατ. δολάρια στον ιδιωτικό τομέα και 602,2 εκατ. με τη μορφή δανείων στο δημόσιο.
  Μόνο η επιβάρυνση σε επίπεδο χρεολυσίων υπερδιπλασιάστηκε μέσα στα 5 αυτά χρόνια, συνιστώντας περίπου το μισό των κεφαλαίων που κάθε χρόνο εισήχθησαν ως δάνεια. Έτσι, μεταξύ του 1968 και του 1971 τα χρεολύσια αυξήθηκαν από 35,5 εκατ. δολάρια σε 51,6 εκατ. για να δημιουργήσουν ακόμα μεγαλύτερες υποχρεώσεις στα 3 επόμενα χρόνια. Η συντριπτική πλειοψηφία των χρημάτων αυτών κατευθύνθηκαν στις ΗΠΑ (το 48%). Μάλιστα, για να μην εμφανίζεται άμεσα το ελληνικό δημόσιο ως οφειλέτης, τη λήψη των δανείων διαμεσολαβούσε η Τράπεζα της Ελλάδας, η οποία μέσα σε ένα χρόνο, από τα μέσα του 1973 ως την πτώση της χούντας, δανείστηκε 688 εκατ. δολάρια και έτσι αυξήθηκε το εξωτερικό χρέος κατά 20 δισεκατομμύρια δραχμές. Την περίοδο 1967-1972 το 38,6% των 2.070 εκατ. δολαρίων που εισήχθησαν, και λίγο αργότερα το 50% περίπου, έφευγε από τη χώρα ως τόκοι, μερίσματα και κέρδη…

Προστασία του κεφαλαίου

Στον τομέα προάσπισης των συμφερόντων του ιδιωτικού κεφαλαίου επιχειρήθηκε μια εκτεταμένη παρέμβαση στην αγορά, πάλι στα πλαίσια της προδικτατορικής λογικής. Φοροαπαλλαγές, διπλασιασμός της κρατικής κάλυψης των αποσβέσεων, απελευθέρωση της τραπεζικής χρηματοδότησης από το Σεπτέμβριο του 1968, συνταγματική προστασία για την εγκατάσταση αλλοδαπών εμποροβιομηχανικών εταιριών με πλήρης φοροαπαλλαγές μέχρι και επί του χαρτοσήμου (Άρθρο 23 του Συντάγματος 1968-1973), παρεμβάσεις του δημοσίου για απαλλοτριώσεις και δωρεάν παράδοση γης στις ιδιωτικές εταιρίες (π.χ. 3.000 στρέμματα στην Πάχη Μεγάρων, 1.000 στρέμματα στην Ελευσίνα για «Στραν» και «Πετρόλα»). Επιπλέον, χαριστικές συμβάσεις για δημόσια έργα με ξένες εταιρίες χωρίς μελέτες, ελαστικότητα στις υπερβάσεις προϋπολογισμού που ξεπερνούσαν το 50%, εγγυήσεις και συγκρότηση κοινοπραξιών με ξένους χρηματοπιστωτικούς οίκους για την παροχή δανείων προς το δημόσιο, επιδότηση επιτοκίων του ιδιωτικού δανεισμού.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παράδειγμα της κατάστασης αυτής ήταν το δάνειο της ΔΕΗ από την Boston Corporation και την Deutsche Bank που υπερχρέωσε την εταιρία. Το 1972 η ΔΕΗ συνήψε δάνεια 20 εκατομμυρίων δολαρίων από τις δύο τράπεζες και ορισμένες άλλες με επιτόκιο 8,25%. Την επόμενη χρονιά, με τις ίδιες βασικά τράπεζες, συνήψε νέο δάνειο 60 εκατομμυρίων δολαρίων αλλά με επιτόκιο 10%. Εκτός αυτών, υπέγραψε και συμβόλαιο με τη Siemens για τη δημιουργία 5 κέντρων διανομής ρεύματος αξίας 26.000.000 δολαρίων και πήρε δάνειο από γερμανική τράπεζα για να καλύψει τις υποχρεώσεις της. Και αυτά πλέον των δανείων που ελήφθησαν την ίδια περίοδο για τα λιγνιτωρυχεία της Πτολεμαϊδας και ήταν της τάξης των 100.000.000 δολαρίων προκειμένου να καλυφθούν οι απαιτήσεις των γαλλικών εταιριών που ανέλαβαν το έργο. Από αυτά η χώρα εισέπραξε στην πραγματικότητα μόνο 18.000.000 μετρητά, όσα και οι αμοιβή των τεχνικών εταιριών που εκπόνησαν τις μελέτες.
Να σημειωθεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ξένων κεφαλαίων που εισήχθησαν ήταν φτηνές επενδύσεις κατώτερης τεχνολογίας που διατηρούσαν ένα πολύ χαμηλό επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας ή διοχετεύτηκαν σε τρεις μόνο βιομηχανικούς τομείς (χημικά, αλουμίνιο και διύλιση πετρελαίου). Η χούντα υλοποίησε στο ακέραιο τη συμμαχία του μεταπρατικού ελληνικού κεφαλαίου, οι επενδύσεις του οποίου στη μεταποίηση ήταν στο 13% των συνολικών επενδύσεων, με τμήματα του διεθνούς που προσανατόλισαν την οικονομική ζωή της χώρας στα στενά συμφέροντα του τουριστικού, του οικοδομικού και του ναυτιλιακού κεφαλαίου. Είναι ενδεικτικό αυτό που έγινε με την οικοδομή: καταργήθηκε ο φόρος υπεραξίας επί των ακινήτων και προσφέρθηκε αθρόα δανειοδότηση κατασκευαστών και αγοραστών για κατοικίες. Το αποτέλεσμα ήταν να απορροφήσει ο τομέας αυτός, με χαμηλής παραγωγικότητας επενδύσεις, το σύνολο των άλλων δραστηριοτήτων και τους πόρους της χώρας και να εξαφανίσει κάθε ιδέα χωροταξικού σχεδιασμού.
Ανάλογου «αναπτυξιακού» προτύπου ήταν και τα φαινόμενα με τις συμβάσεις με την εταιρία «Μακντόναλτ» για την διάνοιξη της Εγνατίας Οδού, που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε, αν και πληρώθηκε από το κράτος, η σύμβαση με τη «Λίττον» που ανέλαβε την οικονομική ανάπτυξη της Πελοποννήσου και σύντομα αποσύρθηκε αφού ιδιοποιήθηκε όλες τις εγγυήσεις του ελληνικού κράτους, οι συμβάσεις με σειρά αμερικανικών πετρελαϊκών εταιριών όπως η «Οσεάνικ», η «Έσσο Στάνταρτ Όιλ», η «Τέξακο» κ.λπ., οι οποίες αφότου πήραν κρατικά χρήματα αποσύρθηκαν σε σύντομο διάστημα, χωρίς καμία επίπτωση. Τα ίδια συνέβησαν και με σειρά άλλων μικρότερων συμβάσεων, όπως η σύμβαση με την Στάγιερ-Ντρέμλερ για την ίδρυση βιομηχανίας παραγωγής ελκυστήρων, φορτηγών και μοτοποδηλάτων, όπου με τον πρώτο ισολογισμό της στα 1973 διαπιστώθηκε ότι η εταιρία δεν είχε καν καταθέσει το μερίδιο της στο μετοχικό κεφάλαιο της κοινής εταιρίας με την ΕΤΒΑ, ενώ αποκαλύφθηκε ότι η εταιρία εισήγαγε έτοιμα τρακτέρ από την Αυστρία –και δεν τα παρήγαγε στην Ελλάδα– επιβάλλοντας την πώληση τους βάσει της σύμβασης που είχε υπογράψει μέσω δανειοδότησης των αγροτών από την Αγροτική Τράπεζα. Της ίδιας μορφής ήταν και η σύμβαση του ελληνικού κράτους της 16 Οκτωβρίου 1972 με τη «Νεστλέ» που παρέδωσε στην εταιρία αυτή το μονοπώλιο της εσωτερικής αγοράς γάλακτος για 30 χρόνια.
Αξίζει ενδεικτικά να αναφερθεί η περίπτωση της αμερικανικής εταιρίας «Μακντόναλντ» και της σύμβασης του 1969: για να διανοιχτεί η Εγνατία Οδός από το συνολικό κόστος των 150.000.000 δολαρίων που προϋπολογίστηκε, η Ελλάδα υποχρεούνταν ως μερίδιο της να καταβάλει τα 45.000.000. Όμως επειδή η «Μακντόναλτ» δεν είχε δικά της κεφάλαια, θα την διευκόλυνε το ελληνικό δημόσιο με την παροχή κρατικών ομολόγων αξίας 80.000.000. Δηλαδή η αμερικανική εταιρία θα δαπανούσε μόνο 25.000.000 δικά της χρήματα. Αξιοσημείωτο με βάση τη σύμβαση θα έπαιρνε ως αμοιβή για τις υπηρεσίες της το 14% του κόστους όλου του έργου, δηλαδή 21.000.000 δολάρια. Με άλλα λόγια θα έβαζε δικά της κεφάλαια μόνο 4.000.000 δολάρια ενώ θα εκμεταλλευόταν το έργο για 30 χρόνια. Το έργο δεν πραγματοποιήθηκε αφού οι Αμερικανοί, που είχαν αναθέσει υπεργολαβικά, το έργο σε ελληνικές τεχνικές εταιρίες, δεν εξασφάλισαν ούτε τα ελάχιστα αυτά κεφάλαια. Σημείωση: η ατυχής αυτή σύμβαση με την απίθανη αυτή εταιρία στοίχισε στο κράτος 1 ½ δισεκατομμύριο δραχμές.
Στα τέλη του 1973, 1.000 ανώνυμες εταιρίες με ξένα κεφάλαια λειτουργούσαν επωφελούμενες από την απουσία ελέγχων και ένα ανεξέλεγκτο καθεστώς υπερτιμολογήσεων και υποτιμολογήσεων. Τα έσοδα των βιομηχανικών επιχειρήσεων αυξήθηκαν στα 1972 κατά 32,6% και μέσο ετήσιο ρυθμό 5ετίας 17,5%, που ήταν προφανώς ακόμη μεγαλύτερος αφού στην πραγματικότητα, ιδίως στο βιομηχανικό κλάδο, δεν δηλώνονται τα πραγματικά κέρδη. Την ίδια στιγμή γιγαντώνεται η τραπεζική πίστη και στη διετία 1971-1973 τριπλασιάζεται η ανάληψη βιομηχανικών μετοχών και ομολογιών από τράπεζες, συντελώντας στην τραπεζική επικυριαρχία του όλου πλαισίου κεφαλαιοκρατικής συγκρότησης της χώρας. Να σημειωθεί ότι μόνο ο Όμιλος Τραπεζών του συγκροτήματος Ανδρεάδη είχε τέτοια κέρδη και γιγάντωση ώστε περιελάμβανε την Εμπορική, την Ιονική, την Τράπεζα Επενδύσεων, την Τράπεζα Αττικής, την Τράπεζα Πειραιώς, εκτός από σειρά άλλων εταιριών οικονομικού χαρτοφυλακίου.

Συμπίεση του εργατικού κόστους
 
   Εκεί όμως που αποδείχθηκε εξαιρετικά αποτελεσματική η χούντα, προδιαγράφοντας και το μέλλον των εργασιακών σχέσεων, ήταν να καθηλώσει το εργασιακό κόστος, απαγορεύοντας τις απεργίες και νομιμοποιώντας απαιτήσεις για ληστρική εκμετάλλευση της εργασίας. Έτσι, οι μισθοί στην τριετία 1968-1971 αυξήθηκαν κατά 8%, όταν τα κέρδη κατά 18%, ενώ τις επόμενες χρονιές, όταν η διεθνής κρίση εκδηλώθηκε, η χούντα απλά πολλαπλασίασε τα κέρδη του κεφαλαίου στο 32% και περιόρισε τους μισθούς στο 6% του καταβεβλημένου κεφαλαίου. Σε επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας ιδίως από το 1969 και μετά η παραγωγικότητα εργασίας ανέβηκε στο 11,6% ενώ ο μέσος πραγματικός μισθός έπεσε στο 6,9%, ενώ το 1973 με παραγωγικότητα εργασίας στο 8,4% ο μέσος πραγματικός μισθός έπεσε στο 1,5%, τη στιγμή, μάλιστα, που το ονομαστικό κόστος εργασίας ανέβηκε στο 8,1 από το -0,2% που ήταν στα 1971.
   Βεβαίως, στα πρώτα χρόνια η σχέση της μέσης ετήσιας ανόδου των ωρομισθίων και των τιμών ειδών κατανάλωσης ήταν 8 προς 2 και ο μέσος πραγματικός μισθός 2 μονάδες μεγαλύτερος του ύψους της παραγωγικότητας της εργασίας (στα 1968 στο 9,5%), φαινόμενο που εμφανίστηκε και σε άλλες χώρες την ίδια περίοδο υπό χουντική διακυβέρνηση, όπως στην Ισπανία, γεγονός που κατά τον Πουλαντζά εξηγεί και την απουσία σημαντικών εργατικών αγώνων στην πρώτη αυτή φάση. Όμως, ειδικά μετά τα 1971, με την εκτίναξη του πληθωρισμού σε πρωτοφανή επίπεδα, (το 1972 ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξάνεται κατά 4,3%, το 1973 κατά 15,5% και το 1974 κατά 26,9%) και την ανεργία να υπερδιπλασιάζεται σε ετήσια βάση, η συμπίεση στην αγοραστική δύναμη των εργαζομένων ήταν αλύπητη. Αλλά και στις φάσεις που δουλειά φαινόταν να υπάρχει, η αξία της εργατικής δύναμης ήταν πολύ χαμηλή. Το πόσο χαμηλή φαίνεται από το γεγονός ότι, ακόμα και τη στιγμή που εμφανιζόταν στις εκθέσεις ως χαμηλός ο δείκτης ανεργίας, η εξωτερική μετανάστευση αυξανόταν συνέχεια. Μόνο την περίοδο 1968-1971 έφυγαν ως μετανάστες συνολικά 297.500 άτομα.
Πέρα από τα χαμηλά επίπεδα των μισθών, η χούντα συμπίεσε στα όρια του και τον έμμεσο μισθό. 
  Καταρχήν πάγωσε τις περισσότερες οφειλές προς το ΙΚΑ των εργοδοτών, μειώνοντας τις εισφορές τους κατά 20% για σειρά επιχειρήσεων, ιδίως των μεταλλευτικών επιχειρήσεων, των βιομηχανιών σιδήρου και χάλυβα αλλά και των τουριστικών εκμεταλλεύσεων (ΝΔ 1377/1973). Και ενώ μείωσε τις ασφαλιστικές εισφορές καταληστεύοντας τα ασφαλιστικά ταμεία, στην ουσία εμφανίστηκαν ασφαλιστικές ιδιωτικές εταιρίες που κερδοσκοπούσαν σε ένα περιβάλλον, όπου με απόφαση της νομισματικής της επιτροπής του 1969 απελευθερώθηκε η τραπεζική αγορά, διευκολύνοντας τους τραπεζίτες να ασκούν ανεξέλεγκτη πιστωτική πολιτική και να απαιτούν στήριξη στην ουσία από τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων.
   Απέμειναν μόνο, και αυτά για να εξασφαλίσει η χούντα μια κάποια κοινωνική στήριξη, η άναρχη και ευνοιοκρατική χρηματοδότηση, τμημάτων της μικροαστικής τάξης και των συνεταιριστικών βιοτεχνιών. Έτσι, δημιουργήθηκε σωρεία μικρών παραγωγικών μονάδων χωρίς δυνατότητες επιβίωσης, ιδίως της οικοδομικής και τουριστικής δραστηριότητας, εξαρτημένες από τους υψηλόβαθμους υπαλλήλους της χούντας, όσο και μορφές επιλεκτικής παραγραφής χρεών και απόδοση μικροϊδιοκτησιών σε αγρότες και συνεταιριστικές ενώσεις, που δημιούργησαν μια ακραία πελατειακή νοοτροπία. Την ίδια στιγμή, βέβαια, που το μέσο αγροτικό εισόδημα συρρικνωνόταν ραγδαία για να αγγίξει τα χαμηλά επίπεδα της προηγούμενης δεκαετίας στα 1972.
 
Οι άμεσες συνέπειες

  Η παροχή «κινήτρων» προς το κεφάλαιο από τη χούντα προκάλεσε μια γενική οικονομική αναρχία, που αρχικά εκδηλώθηκε τον πρώτο χρόνο της δικτατορίας με πτώση του ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης που μειώθηκε κατά 3% σε σχέση με την προδικτατορική περίοδο, φαινομενική ανάκαμψη τα δύο επόμενα χρόνια, για να αποδιαρθρωθεί οικονομικά η χώρα από το 1971 και μετά. Όταν εκδηλώθηκε η διεθνής κρίση του 1971 στην Ελλάδα, απλώς επιβεβαιώθηκε πλήρως, και χωρίς καμία αντίσταση, η διαδικασία απρόσκοπτης εξαγωγής των συνεπειών της διεθνούς κρίσης από τις ισχυρές χώρες στις εξαρτημένες, ιδίως στον τομέα του πληθωρισμού και της ανεργίας. Για αυτό και η Ελλάδα στα 1973 εμφάνισε το ρεκόρ πληθωρισμού στην Ευρώπη με 30%, μαζί με την Πορτογαλία, ενώ η ανεργία υπερδιπλασιάστηκε μέσα σε δύο χρόνια. Αποτυγχάνοντας δε πλήρως στην απόπειρα σταθεροποίησης που υποσχέθηκε η χούντα, σε ένα ακραία υπονομευμένο πεδίο από ανεξέλεγκτους επενδυτές και μια νέα γενιά κεφαλαιοκρατών που πλούτισαν απότομα, χωρίς πραγματική παραγωγική βάση, η οικονομία της χώρας δεν απέφυγε την κατάρρευση.
    Όταν λοιπόν, στο διεθνές πρόβλημα προστέθηκε η πετρελαϊκή κρίση του 1973, εξαιτίας του Ισραηλοαραβικού πολέμου του Yom Kippur, γεγονός που επιτάχυνε την εκδήλωση των συνεπειών της κρίσης υπερσυσσώρευσης που βρισκόταν σε εξέλιξη, ήταν σχεδόν αδύνατο να τιθασευτούν οι επιπτώσεις της στην Ελλάδα. Ο Σ. Καράγιωργας το απέδιδε στη σώρευση των επιπτώσεων από το καταναλωτικό μοντέλο που επιβλήθηκε από την χούντα και το οποίο προκάλεσε μια υπερβάλλουσα ζήτηση χωρίς αντίστοιχες αναπτυξιακές τομές και διεξόδους συμπίεσης της κατανάλωσης.
Έτσι, κατά ριπάς εμφανίζονταν πλέον οι συνέπειες της πολιτικής της χούντας. Την ίδια στιγμή εκδηλώθηκαν με ιδιαίτερη ένταση όλες οι επιπτώσεις των κοινωνικών ανισοτήτων που είχαν προηγηθεί. Μια τεράστια έκρηξη τιμών και καθίζηση της παραγωγής αύξησε, μέσα σε ένα χρόνο, τα επίπεδα φτώχειας στο 30% του πληθυσμού. Οι συνθήκες που επικράτησαν επέτειναν τη μεταφορά κεφαλαίων στους κερδοσκόπους ενώ επιβλήθηκε η δραστική περιστολή των κρατικών δαπανών, που προκάλεσε μια άνευ προηγουμένου συρρίκνωση στην κοινωνική ασφάλιση. Η ανατροπή της χούντας ήταν πλέον εκ των ων ουκ άνευ.

* Ο Μιχάλης Λυμπεράτος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.


ΣΣ : καλές οι ''κρεμάλες" και οι "άμεσες "εθνικές" στρατοκρατίες", αλλά καλύτερα καθαρίζει η Δημοκρατία πρώτα από τους βρικόλακες,που βγήκαν από τους τάφους,για να παραστήσουν τους άμεμπτους .
  Ας εξαφανιστούν στις σκοτεινές τους τρύπες οι νοσταλγοί του Ταγματασφαλίτη Παπαδόπουλου και του ανόητου Παττακού, και ας ασχολούνται με υποτιθέμενους ή όχι νεκρούς ...
 Ζητώ συγγνώμη από τους νοσταλγούς του "πατριώτη" Παπαδόπουλου για την αναστάτωση...
 Για τους υπόλοιπους αναγνώστες,απλά,ας θυμηθούμε ή ας μάθουμε επιτέλους τί είχε κατσικωθεί στον σβέρκο του ελληνικού λαού ΠΑΡΑΝΟΜΑ,προσπαθώντας να χτίσει νεομεταξικούς Παρθενώνες με τα κόκκαλα  Ελλήνων αγωνιστών στα ξερονήσια .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου