Η ύπαρξη των «δύο άκρων» προσδιορίζει την επίσημη κυβερνητική πολιτική. Αλλά ποια είναι αυτά τα «άκρα»; Ποια είναι η ιστορία αυτής της θεωρίας και ποια τα αποτελέσματα της εφαρμογής της; Μιλώντας στην κρίσιμη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματός του την περασμένη Κυριακή, ο Αντώνης Σαμαράς επανήλθε στο προσφιλές πολιτικό του σχήμα, τη θεωρία των δύο άκρων, εξισώνοντας, χωρίς να τους κατονομάζει, τον ΣΥΡΙΖΑ με τη Χρυσή Αυγή.
«Σκεφτείτε τι θα γινόταν», είπε σε δραματικό τόνο ο πρωθυπουργός, «αν δεν περνούσαν καθόλου τα μέτρα, αν δεν έκλεινε η συμφωνία. […] Πρωτοφανείς συνθήκες πόλωσης της κοινωνίας. Κοινωνικές εκρήξεις με πρωταγωνιστές τους εξτρεμιστές και των δύο άκρων. Και συγκρούσεις μέσα σε μια κοινωνία που διαλύεται και μπροστά σε ένα κράτος που καταρρέει. Φανταστείτε τους ακραίους όλων των αποχρώσεων να συγκρούονται μεταξύ τους και να τρομοκρατούν τους πάντες».
Φυσικά δεν είναι ο πρωθυπουργός ο μόνος που επικαλείται τη θεωρία των δύο άκρων. Πρόκειται για το βασικό ιδεολόγημα που θεμελιώνει τη σκληρή κατασταλτική και αντιμεταναστευτική πολιτική του κ. Δένδια και στηρίζει τη δημόσια επιχειρηματολογία του όταν καλείται να αντιμετωπίσει πολιτικούς της Αριστεράς.
Εκεί που η θεωρία αυτή κάνει θραύση είναι βέβαια σε μεγάλη μερίδα μέσων ενημέρωσης. Και οι θιασώτες της δεν περιορίζονται στους γνωστούς κράχτες του σημερινού ή του εκάστοτε κυβερνητικού σχήματος.
Σε ένα κατά τα άλλα πολύ επικριτικό άρθρο του για τους ιεράρχες που γλυκοκοιτάζουν τη Χρυσή Αυγή, ο Χρήστος Γιανναράς αισθάνεται υποχρεωμένος να συγκρίνει τη Χρυσή Αυγή με το ΚΚΕ, αποδίδοντας τα ίδια χαρακτηριστικά στο ιστορικό κόμμα της Αριστεράς και τη ναζιστική οργάνωση: «Θα μπορούσε η Xρυσή Aυγή να είναι ένα κόμμα έστω ακροδεξιών πεποιθήσεων, όπως θα μπορούσε και το KKE να είναι κόμμα έστω κομμουνιστικών πεποιθήσεων.
Kάτι τέτοιο στο Eλλαδιστάν αποδείχνεται ανέφικτο: Kαι οι μεν και οι δε επιλέγουν να εκπροσωπούν και να μιμούνται εκείνα τα γνωρίσματα και των δυο ακροτήτων, που ολόκληρη η ανθρωπότητα, κάθε νουνεχής σε οποιοδήποτε έθνος, τα θυμάται με φρίκη, τρόμο, αποτροπιασμό. Δεν έχουν άραγε τη στοιχειώδη νοημοσύνη, ούτε η Xρυσή Aυγή ούτε το KKE, να διακρίνουν την πολιτική πρόταση που θέλουν να εκπροσωπήσουν, από το οργανωμένο έγκλημα του Xιτλερισμού και του Σταλινισμού; Eπιμένουν με τον τραμπουκισμό και τη φρίκη, τις σβάστικες και τα σφυροδρέπανα, να γοητεύσουν οπαδούς και να πετύχουν κοινωνικές κατακτήσεις;» («Καθημερινή», 28.10.2012).
Η κατάληξη αυτής της λογικής είναι μονοσήμαντη. Αν Χρυσή Αυγή και ΚΚΕ είναι τελικά εξίσου ακραία και επομένως επικίνδυνα για τη δημοκρατία πολιτικά μορφώματα, τότε παρόμοια πρέπει να είναι και η αντιμετώπισή τους: είτε πρέπει και τα δύο να εξοβελιστούν είτε να μάθουμε να συμβιώνουμε μαζί τους. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος ιδιαίτερα οξυδερκής για να καταλάβει ότι η λογική αυτή οδηγεί σε ένα μόνο συμπέρασμα: κάτω τα χέρια από τη Χρυσή Αυγή.
1. Ο «κόκκινος φασισμός»
Αλλά από πού προέκυψε αυτή η «θεωρία των δύο άκρων»; Ποια είναι η ιστορία της και ποια αποτελέσματα είχε όσες φορές ανασύρθηκε από κυβερνήσεις και μέσα ενημέρωσης για να αντιμετωπιστεί ο «εσωτερικός εχθρός»; Η πρώτη χρήση αυτού του σχήματος ανάγεται βέβαια στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και είναι διεθνής. Είναι η πολιτική ιδεολογία των «δυτικών συμμάχων» απέναντι στον «κομμουνιστικό κίνδυνο» την επαύριο της νίκης τους το 1945.
«Το ιστορικό υπόβαθρο αυτής της θεωρίας βρίσκεται στις απόψεις που κυκλοφορούν εδώ και δεκαετίες και οι οποίες εξομοιώνουν τον ναζισμό και τον κομμουνισμό», λέει ο ιστορικός Πολυμέρης Βόγλης. «Αρχικά, στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, η εξομοίωση επιχειρήθηκε στο πλαίσιο του ερμηνευτικού σχήματος του «ολοκληρωτισμού», και μετά το 1989, στην κατασκευή μιας κοινής ευρωπαϊκής αφήγησης για τον 20ό αιώνα, η οποία να συμπεριλαμβάνει και τις πρώην κομμουνιστικές χώρες, μια αφήγηση καταδίκης τόσο του ναζισμού όσο και του κομμουνισμού, οι οποίοι προκάλεσαν στην Ευρώπη δεινά και καταστροφές. Η σύνδεση του Χίτλερ με τον Στάλιν ως των δύο «δεινών» της Ευρώπης του 20ού αιώνα είχε ως συνέπεια να απαξιωθούν όχι τόσο το σοβιετικό καθεστώς όσο οι ιδέες της επανάστασης και της κοινωνικής ισότητας».
Το βασικό χαρακτηριστικό της θεωρίας αυτής είναι ότι όταν και όπου εφαρμόστηκε κατέληξε να γίνει όχημα εφαρμογής των πιο αντιδραστικών θέσεων, υπονόμευσης των κοινωνικών κινητοποιήσεων και συκοφάντησης της Αριστεράς.
Λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη γερμανική κατοχή, σε μια από τις πρώτες δημοσιογραφικές αναλύσεις αυτού του είδους, η «Ελευθερία» στο κύριο άρθρο της θα υποστηρίξει ότι πρόβλημα δεν είναι ο φασισμός, αλλά ο κομμουνισμός («Η Αριστερά και ο φασισμός», 22.11.1944).
Η ιστορική κεντρώα εφημερίδα που έκανε ακόμα τότε τα πρώτα της βήματα αναλύει για ποιους λόγους δεν πρέπει να υιοθετηθεί το σύνθημα της Αριστεράς κατά του φασισμού: «Οχι γιατί ο φασισμός, καταρχήν, δεν αποτελεί κίνδυνον. Ούτε γιατί πρόκειται να αμφισβητήσει κανείς το καθήκον που έχουν όλοι οι ελεύθεροι πολίται να προστατεύσουν την ελευθερίαν των, οποθενδήποτε ήθελεν απειληθή. Αλλά γιατί μεταξύ των δύο αυτών παρατάξεων, δηλαδή της Ακρας Αριστεράς και της Ακρας Δεξιάς υπάρχει μια στενωτάτη αλληλουχία, από της απόψεως των μεθόδων που χρησιμοποιούν και αι δύο μέσα εις το πολιτικόν πλαίσιον».
Αυτά γράφονταν μόλις δέκα μέρες πριν από την αιματηρή επίθεση στην άοπλη διαδήλωση στο Σύνταγμα που οδήγησε στα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο. Είναι σαφές ότι στην ανάλυση αυτή υπάρχει ένα μόνο άκρο, το αριστερό, εφόσον το δεξιό, το φασιστικό, υποτίθεται ότι είχε εξαφανιστεί με την απελευθέρωση.
Πολύ γρήγορα η ανάλυση αυτή πήρε και όνομα. Ο κομμουνισμός μετονομάστηκε σε «ερυθρό φασισμό» και η ανάλυση των δύο άκρων άρχισε να φέρει το όνομα «μαύρος και ερυθρός φασισμός».
Βέβαια, και πάλι μόνο για τον «ερυθρό» γινόταν λόγος στα επίσημα προπαγανδιστικά κείμενα των μεταπολεμικών και εμφυλιοπολεμικών κυβερνήσεων: «Δεν επικρατεί φασισμός εις την Ελλάδα. Επικρατεί απλώς ένα παροδικόν αντιδραστικόν καθεστώς με έντονον τον χαρακτήρα της βίας, που έχει απλωθεί μέχρις εμφυλίου πολέμου. Αλλά και φασισμός αν επικρατή, δι’ αυτόν ευθύνεται αποκλειστικώς η Μεγάλη Βρετανία και το Εργατικόν Κόμμα. Επικρατεί εκείνο που ήθελεν η Αγγλία. Μήπως ήθελε και τον «φασισμόν» διά να εξουθενώση ηθικώς την Ελλάδα;» (κύριο άρθρο, «Ελευθερία», 20.2.1947).
Σιγά σιγά ξεχάστηκε ο άλλος και έμεινε μόνο ο «κόκκινος» φασισμός. Μάλιστα το Γ” Σώμα Στρατού διοργάνωσε στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του 1948 και έκθεση με τίτλο «Δύο χρόνια πολέμου της Ελλάδος εναντίον του κόκκινου φασισμού», στην οποία κλήθηκαν οι πολίτες για να διαπιστώσουν «διά μίαν ακόμη φοράν την αντεθνικήν δράσιν των λεγομένων δημοκρατών» («Εμπρός», 30.1.1948).
Η εμφυλιοπολεμική Ελλάδα ήταν και τότε εργαστήρι εφαρμογής των πιο αντιδραστικών θεωριών της εποχής. Η προπαγάνδα που εξίσωνε τον «μαύρο και τον κόκκινο» φασισμό πουθενά δεν υπήρξε τόσο έντονη όσο στη χώρα μας. Αντίθετα, η επίσημη θέση των δυτικών κυβερνήσεων εξακολουθούσε να εμφανίζει τον φασισμό ως κύριο στόχο.
Μπορεί το 1947 να ήταν το γενέθλιο έτος του Ψυχρού Πολέμου, αλλά ο μονομέτωπος αγώνας των ΗΠΑ και των συμμάχων τους εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης δεν αποφασίστηκε παρά μόνο το 1949. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ακόμα εκείνη την περίοδο πουθενά στα διεθνή φόρα ο κομμουνισμός δεν εξισώνεται ανοιχτά με τον φασισμό.
Την άνοιξη του 1948 πραγματοποιήθηκε στη Γενεύη η Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για την Ελευθερία της Πληροφόρησης. Στην τελική απόφαση αναφέρεται: «[Η συνδιάσκεψη] εκφράζει τη βαθιά της πεποίθηση ότι μόνο εκείνα τα όργανα πληροφόρησης σε όλες τις χώρες του κόσμου, τα οποία είναι ελεύθερα να αναζητούν και να διαδίδουν την αλήθεια, μπορούν να συμβάλουν στην αναχαίτιση της ναζιστικής, φασιστικής ή όποιας άλλης επιθετικής προπαγάνδας ή φυλετικής, εθνικής και θρησκευτικής διάκρισης και στην πρόληψη της αναγέννησης της ναζιστικής, φασιστικής ή όποιας άλλης απειλής» (United Nations, Conference on Freedom of information, Final Act, Γενεύη – Νέα Υόρκη, 1948, Απόφαση ν. 2).
Έξαλλος ο καθηγητής Απόστολος Δασκαλάκης για τον «συμβιβασμό» αυτό θα καταγγείλει: «Ο σλαυικός συνασπισμός ηγωνίσθη μετά λύσσης να εντάξη τα συνήθη κομμουνιστικά συνθήματα, «Ο αγών διά την Δημοκρατίαν», «Η πάλη διά την εξόντωσιν του φασισμού και της φασιστικής ιδεολογίας», «Η εξυπηρέτησις του λαού και το άσπονδον μίσος κατά των εχθρών του λαού», «Η αποκάλυψις και εξουδετέρωσις εκείνων που ερεθίζουν τους λαούς εις επιθέσεις και πολέμους», κτ.λ.» («Εμπρός», 16.4.1948). Ο Δασκαλάκης, ο οποίος επί χούντας εξέδωσε την επίσημη ιστορία του Αρχηγείου Χωροφυλακής, θεωρεί «ερυθρά» όλα αυτά τα συνθήματα.
Ο αντικομμουνισμός με τη μορφή της «απειλής του ερυθρού φασισμού» αποτέλεσε έκτοτε τμήμα της επίσημης κρατικής ιδεολογίας στην Ελλάδα.
2. Το «πεζοδρόμιο»
Περισσότερο ενδιαφέρον έχει η επανεμφάνιση της θεωρίας των δύο άκρων σε μια ιστορική συγκυρία που δεν θα το περίμενε κανείς. Τρεις μήνες μετά τη θριαμβευτική του επικράτηση στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1964, ο Γεώργιος Παπανδρέου εξαπέλυσε τον δικό του «διμέτωπο» αγώνα, επαναφέροντας το δίπολο των δύο άκρων.
Το «Βήμα» περιέγραψε την εξαγγελία αυτής της πολιτικής με τον εύγλωττο τίτλο «Ούτε αναρχία, ούτε φασισμός, αλλά δημοκρατία» (2.6.1964). Αλλά ποια ήταν η αναρχία στην οποία αναφερόταν ο αρχηγός της Ενώσεως Κέντρου; Τίποτα λιγότερο από τις διαδηλώσεις στο κέντρο της πόλης και τις προσπάθειες περιφρούρησης των απεργιών.
Με μια επιχειρηματολογία που μας φαίνεται εξαιρετικά οικεία, ο Παπανδρέου στρεφόταν εναντίον των κοινωνικών κλάδων που διεκδικούσαν τα δικαιώματά τους, ξαφνιάζοντας ακόμα και τη δεξιά αντιπολίτευση: «Ηθικώς αποδοκιμάζω την μέθοδον των πορειών διότι ουδέν προσφέρουν. […] Δημοκρατία σημαίνει ελευθερία όλων, δεν σημαίνει ελευθερία μιας ομάδος και κατάλυσιν της ελευθερίας των άλλων. Αυτό είναι φασισμός, δεν είναι δημοκρατία».
Πολύ γρήγορα η ανάλυση αυτή πήρε και όνομα. Ο κομμουνισμός μετονομάστηκε σε «ερυθρό φασισμό» και η ανάλυση των δύο άκρων άρχισε να φέρει το όνομα «μαύρος και ερυθρός φασισμός».
Βέβαια, και πάλι μόνο για τον «ερυθρό» γινόταν λόγος στα επίσημα προπαγανδιστικά κείμενα των μεταπολεμικών και εμφυλιοπολεμικών κυβερνήσεων: «Δεν επικρατεί φασισμός εις την Ελλάδα. Επικρατεί απλώς ένα παροδικόν αντιδραστικόν καθεστώς με έντονον τον χαρακτήρα της βίας, που έχει απλωθεί μέχρις εμφυλίου πολέμου. Αλλά και φασισμός αν επικρατή, δι’ αυτόν ευθύνεται αποκλειστικώς η Μεγάλη Βρετανία και το Εργατικόν Κόμμα. Επικρατεί εκείνο που ήθελεν η Αγγλία. Μήπως ήθελε και τον «φασισμόν» διά να εξουθενώση ηθικώς την Ελλάδα;» (κύριο άρθρο, «Ελευθερία», 20.2.1947).
Σιγά σιγά ξεχάστηκε ο άλλος και έμεινε μόνο ο «κόκκινος» φασισμός. Μάλιστα το Γ” Σώμα Στρατού διοργάνωσε στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του 1948 και έκθεση με τίτλο «Δύο χρόνια πολέμου της Ελλάδος εναντίον του κόκκινου φασισμού», στην οποία κλήθηκαν οι πολίτες για να διαπιστώσουν «διά μίαν ακόμη φοράν την αντεθνικήν δράσιν των λεγομένων δημοκρατών» («Εμπρός», 30.1.1948).
Η εμφυλιοπολεμική Ελλάδα ήταν και τότε εργαστήρι εφαρμογής των πιο αντιδραστικών θεωριών της εποχής. Η προπαγάνδα που εξίσωνε τον «μαύρο και τον κόκκινο» φασισμό πουθενά δεν υπήρξε τόσο έντονη όσο στη χώρα μας. Αντίθετα, η επίσημη θέση των δυτικών κυβερνήσεων εξακολουθούσε να εμφανίζει τον φασισμό ως κύριο στόχο.
Μπορεί το 1947 να ήταν το γενέθλιο έτος του Ψυχρού Πολέμου, αλλά ο μονομέτωπος αγώνας των ΗΠΑ και των συμμάχων τους εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης δεν αποφασίστηκε παρά μόνο το 1949. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ακόμα εκείνη την περίοδο πουθενά στα διεθνή φόρα ο κομμουνισμός δεν εξισώνεται ανοιχτά με τον φασισμό.
Την άνοιξη του 1948 πραγματοποιήθηκε στη Γενεύη η Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για την Ελευθερία της Πληροφόρησης. Στην τελική απόφαση αναφέρεται: «[Η συνδιάσκεψη] εκφράζει τη βαθιά της πεποίθηση ότι μόνο εκείνα τα όργανα πληροφόρησης σε όλες τις χώρες του κόσμου, τα οποία είναι ελεύθερα να αναζητούν και να διαδίδουν την αλήθεια, μπορούν να συμβάλουν στην αναχαίτιση της ναζιστικής, φασιστικής ή όποιας άλλης επιθετικής προπαγάνδας ή φυλετικής, εθνικής και θρησκευτικής διάκρισης και στην πρόληψη της αναγέννησης της ναζιστικής, φασιστικής ή όποιας άλλης απειλής» (United Nations, Conference on Freedom of information, Final Act, Γενεύη – Νέα Υόρκη, 1948, Απόφαση ν. 2).
Έξαλλος ο καθηγητής Απόστολος Δασκαλάκης για τον «συμβιβασμό» αυτό θα καταγγείλει: «Ο σλαυικός συνασπισμός ηγωνίσθη μετά λύσσης να εντάξη τα συνήθη κομμουνιστικά συνθήματα, «Ο αγών διά την Δημοκρατίαν», «Η πάλη διά την εξόντωσιν του φασισμού και της φασιστικής ιδεολογίας», «Η εξυπηρέτησις του λαού και το άσπονδον μίσος κατά των εχθρών του λαού», «Η αποκάλυψις και εξουδετέρωσις εκείνων που ερεθίζουν τους λαούς εις επιθέσεις και πολέμους», κτ.λ.» («Εμπρός», 16.4.1948). Ο Δασκαλάκης, ο οποίος επί χούντας εξέδωσε την επίσημη ιστορία του Αρχηγείου Χωροφυλακής, θεωρεί «ερυθρά» όλα αυτά τα συνθήματα.
Ο αντικομμουνισμός με τη μορφή της «απειλής του ερυθρού φασισμού» αποτέλεσε έκτοτε τμήμα της επίσημης κρατικής ιδεολογίας στην Ελλάδα.
2. Το «πεζοδρόμιο»
Περισσότερο ενδιαφέρον έχει η επανεμφάνιση της θεωρίας των δύο άκρων σε μια ιστορική συγκυρία που δεν θα το περίμενε κανείς. Τρεις μήνες μετά τη θριαμβευτική του επικράτηση στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1964, ο Γεώργιος Παπανδρέου εξαπέλυσε τον δικό του «διμέτωπο» αγώνα, επαναφέροντας το δίπολο των δύο άκρων.
Το «Βήμα» περιέγραψε την εξαγγελία αυτής της πολιτικής με τον εύγλωττο τίτλο «Ούτε αναρχία, ούτε φασισμός, αλλά δημοκρατία» (2.6.1964). Αλλά ποια ήταν η αναρχία στην οποία αναφερόταν ο αρχηγός της Ενώσεως Κέντρου; Τίποτα λιγότερο από τις διαδηλώσεις στο κέντρο της πόλης και τις προσπάθειες περιφρούρησης των απεργιών.
Με μια επιχειρηματολογία που μας φαίνεται εξαιρετικά οικεία, ο Παπανδρέου στρεφόταν εναντίον των κοινωνικών κλάδων που διεκδικούσαν τα δικαιώματά τους, ξαφνιάζοντας ακόμα και τη δεξιά αντιπολίτευση: «Ηθικώς αποδοκιμάζω την μέθοδον των πορειών διότι ουδέν προσφέρουν. […] Δημοκρατία σημαίνει ελευθερία όλων, δεν σημαίνει ελευθερία μιας ομάδος και κατάλυσιν της ελευθερίας των άλλων. Αυτό είναι φασισμός, δεν είναι δημοκρατία».
Παρόμοιες θέσεις διατύπωσε ο Παπανδρέου για τις απεργίες: «Αναγνωρίζομεν το δικαίωμα της απεργίας. Η απεργία είναι δικαίωμα των εργαζόμενων ανθρώπων. Αλλά και η εργασία είναι δικαίωμα των εργαζομένων. Υπάρχει ελευθερία απεργίας και ελευθερία εργασίας. Οσοι επιχειρούν να καταλύσουν την ελευθερίαν της εργασίας, δεν είναι δημοκράται, είναι φασίσται. Κατεβλήθη προσπάθεια να εμπλακώμεν εις το δίλημμα: ή είμεθα αναρχία ή αστυνομικόν κράτος. Εις αυτό το δίλημμα δεν εμπλεκόμεθα. Εξερχόμεθα από το δίλημμα. Δεν είμεθα ούτε αναρχία ούτε αστυνομικόν κράτος» (Βουλή, 1.6.1964).
Πολύ γρήγορα κατανόησε και ο ίδιος ο Παπανδρέου ότι οι μόνοι που θα στήριζαν τον εκδημοκρατισμό του κράτους ήταν εκείνοι που τότε κατέτασσε στην «αναρχία» και ότι ο ίδιος ένα χρόνο αργότερα θα βρισκόταν υποχρεωμένος να καταφύγει στο όπλο των πορειών και των απεργιών.
Η αλήθεια είναι ότι μια από τις πρώτες ενέργειες της κυβέρνησής του ήταν να αποκαλύψει με την περίφημη «Εκθεση Μπέρτσου» τον προπαγανδιστικό μηχανισμό της ΕΡΕ, ο οποίος βασιζόταν στην πιο ωμή θεωρία των δύο άκρων.
Ο Γρ. Γραμματικόπουλος, αρμόδιος διαφωτιστής της Υπηρεσίας Πληροφοριών της Προεδρίας επί κυβερνήσεων ΕΡΕ, κατέθεσε μήνυση στον συντάκτη της Εκθεσης, Γεώργιο Μπέρτσο. Κατά τη δίκη, απαντώντας σε ερωτήματα της υπεράσπισης, ο Γραμματικόπουλος θα είναι αποκαλυπτικός:
Λυκουρέζος: Λέτε ότι ο φασισμός δεν στρέφεται κατά του έθνους.
Γραμματικόπουλος: Δεν στρέφεται, διότι φασισμός δεν είναι ένας. Αλλος ο φασισμός του Χίτλερ και άλλος ο φασισμός του Νάσερ.
Λυκουρέζος: Ενώ δηλαδή ο κομμουνισμός αποτελεί κίνδυνον διά το έθνος, ο φασισμός δεν αποτελεί.
Γραμματικόπουλος: Κίνδυνον αποτελεί ο κομμουνισμός διά του δημιουργουμένου εντός του λαού φρονήματος της υπονομεύσεως. Ενώ ο φασισμός δεν δημιουργεί τοιούτον κίνδυνον. («Ελευθερία», 13.3.1965).
Πολύ γρήγορα κατανόησε και ο ίδιος ο Παπανδρέου ότι οι μόνοι που θα στήριζαν τον εκδημοκρατισμό του κράτους ήταν εκείνοι που τότε κατέτασσε στην «αναρχία» και ότι ο ίδιος ένα χρόνο αργότερα θα βρισκόταν υποχρεωμένος να καταφύγει στο όπλο των πορειών και των απεργιών.
Η αλήθεια είναι ότι μια από τις πρώτες ενέργειες της κυβέρνησής του ήταν να αποκαλύψει με την περίφημη «Εκθεση Μπέρτσου» τον προπαγανδιστικό μηχανισμό της ΕΡΕ, ο οποίος βασιζόταν στην πιο ωμή θεωρία των δύο άκρων.
Ο Γρ. Γραμματικόπουλος, αρμόδιος διαφωτιστής της Υπηρεσίας Πληροφοριών της Προεδρίας επί κυβερνήσεων ΕΡΕ, κατέθεσε μήνυση στον συντάκτη της Εκθεσης, Γεώργιο Μπέρτσο. Κατά τη δίκη, απαντώντας σε ερωτήματα της υπεράσπισης, ο Γραμματικόπουλος θα είναι αποκαλυπτικός:
Λυκουρέζος: Λέτε ότι ο φασισμός δεν στρέφεται κατά του έθνους.
Γραμματικόπουλος: Δεν στρέφεται, διότι φασισμός δεν είναι ένας. Αλλος ο φασισμός του Χίτλερ και άλλος ο φασισμός του Νάσερ.
Λυκουρέζος: Ενώ δηλαδή ο κομμουνισμός αποτελεί κίνδυνον διά το έθνος, ο φασισμός δεν αποτελεί.
Γραμματικόπουλος: Κίνδυνον αποτελεί ο κομμουνισμός διά του δημιουργουμένου εντός του λαού φρονήματος της υπονομεύσεως. Ενώ ο φασισμός δεν δημιουργεί τοιούτον κίνδυνον. («Ελευθερία», 13.3.1965).
Αλλά και οι αστυνομικοί μάρτυρες που κατέθεσαν στη δίκη για τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη ισχυρίστηκαν ότι η αντισυγκέντρωση των παρακρατικών στη Θεσσαλονίκη σχηματίστηκε τυχαία και ότι η οργή των ατόμων αυτών προκλήθηκε από τα συνθήματα «Ειρήνη» και «Κάτω ο φασισμός», τα οποία είναι «προδοτικά και αντεθνικά, όταν τα ρίπτουν οι κομμουνισταί» («Ελευθερία», 18.10.1966).
Αυτή η αθώωση του φασισμού δεν περιορίστηκε στους τραμπούκους ή τους διατεταγμένους αστυνομικούς υπαλλήλους. Σε άρθρο του για την επέτειο του 1940, ο γνωστός πολιτικός της Δεξιάς, Γρηγόρης Κασιμάτης, θα δώσει λίγες μέρες αργότερα και το τελειωτικό χτύπημα στην παράδοση του αντιφασισμού: «Η ιταλική επιβουλή της 28ης Οκτωβρίου ήταν επίθεση του ολοκληρωτικού επεκτατισμού, όχι του φασισμού» («Ελευθερία», 29.10.1966).
Δεν πέρασαν ούτε έξι μήνες και ο φασισμός, με τη μορφή της στρατιωτικής δικτατορίας, χτυπούσε την πόρτα ακόμα και των οπαδών της θεωρίας των δύο άκρων.
3. Ο «αριστεροχουντισμός»
H θεωρία των «δύο άκρων» αναβαθμίστηκε με τη διατύπωση της θεωρίας του «αριστεροχουντισμού» από τον Καραμανλή, λίγους μήνες μετά τη Μεταπολίτευση. Η σκοπιμότητα της έμπνευσης αυτής είναι προφανής.
Επισημαίνοντας την ύπαρξη αυτών των ακραίων εκδοχών της εφαρμοσμένης πολιτικής, η κυβερνητική δράση της εποχής εμφανιζόταν να κινείται στο μέσο, ως «κεντρώα», παρά το γεγονός ότι μετά τις πρώτες κινήσεις εκδημοκρατισμού, που θεωρήθηκαν απαραίτητες για την εκτόνωση της λαϊκής ενεργητικότητας που είχε ξεσπάσει το καλοκαίρι του 1974, κάτω από τη διπλή επίδραση της πτώσης της χούντας και της κυπριακής τραγωδίας, το καθεστώς αναδιπλώθηκε σε αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης.
Στην πραγματικότητα η θεωρία του «αριστεροχουντισμού» βοήθησε την κυβέρνηση Καραμανλή να επιβληθεί στο ρευστό πολιτικό σκηνικό με δύο τρόπους: Από τη μια χρησιμοποίησε αυτή τη θεωρία για να κάμψει τις λαϊκές αντιδράσεις, μέσα από τη συκοφάντηση όλων των δυναμικών εργατικών και φοιτητικών διεκδικήσεων, από την άλλη άφησε ένα παράθυρο ανοιχτό προς την κατεύθυνση των υπολογίσιμων ακόμα στηριγμάτων του δικτατορικού καθεστώτος, με σκοπό τη βαθμιαία ενσωμάτωσή τους στη μητρική μεγάλη συντηρητική παράταξη.
Τον νεολογισμό αυτό χρησιμοποίησε ο Καραμανλής για πρώτη φορά στη Βουλή στις 28.3.1975, κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για το νέο Σύνταγμα. Ο τότε πρωθυπουργός διέκοψε μάλιστα τον αγορεύοντα Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος διαπίστωνε ότι υπάρχουν «διεκδικήσεις που υποκινούνται από χουντικούς μηχανισμούς» για να του πει: «Εννοώ και τα δύο άκρα. Γιατί αρχίζει να αναπτύσσεται ένα είδος αριστεροχουντισμού και προσέξτε το». Η φράση καλύφθηκε από χειροκροτήματα. Αιφνιδιασμένος ο Παπανδρέου έδειξε αμηχανία: «Δεν αναφερόμουν σ’ αυτό. Γιατί δεν εγνώριζα το είδος, κ. πρόεδρε. Πρώτη φορά το ακούω».
Από τότε και επί μήνες θα άκουγε κι αυτός και όλος ο κόσμος τη λέξη να επαναλαμβάνεται με κάθε ευκαιρία από την κυβέρνηση. Λίγες μέρες αργότερα, ο Καραμανλής επανέλαβε τους φόβους του για τον «αριστεροχουντισμό», μιλώντας στο γερμανικό περιοδικό «Ντερ Σπίγκελ», για να διαδώσει και στο εξωτερικό την έμπνευσή του. Και κατά την πορεία για την επέτειο της 21ης Απριλίου, τρεις βδομάδες αργότερα, η επίκληση του αριστεροχουντισμού θα είναι εκείνη που θα επιτρέψει τη βίαιη καταστολή, με πρόσχημα τη συμβολική επίθεση του ΕΚΚΕ με αυγά στην αμερικανική πρεσβεία.
Κοινό χαρακτηριστικό των τριών αυτών ιστορικών περιόδων με τη σημερινή είναι ότι υπήρχε και τότε πολιτική κρίση, αλλά και ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος που επιδίωκε την υπέρβαση του ισχύοντος πολιτικού πλαισίου, μέσω ενός ή περισσότερων αριστερών πολιτικών σχηματισμών. Αν ήθελε κανείς να βγάλει συμπεράσματα από τη χρήση της ίδιας θεωρίας σε τόσο διαφορετικές ιστορικές περιόδους, θα κατέληγε εύκολα σε ένα κοινό συμπέρασμα.
Η πρώτη μεταπολεμική χρήση της θεωρίας ήταν εκείνη που επέτρεψε (αν δεν επέβαλε) τη διενέργεια του αιματηρού εμφύλιου πολέμου, δαιμονοποιώντας και εξωθώντας στην ένοπλη σύγκρουση το ένα «άκρο». Αυτή ήταν ταυτόχρονα η μέθοδος με την οποία ενσωματώθηκαν και πάλι στον κρατικό μηχανισμό οι πολιτικοί δωσίλογοι, οι ένοπλοι συνεργάτες των δυνάμεων κατοχής και οι ιδεολογικοί τους παραστάτες.
Κατά τη διακυβέρνηση της χώρας από τον Γεώργιο Παπανδρέου, η θεωρία του πεζοδρομίου και των άκρων ήταν εκείνη που στράφηκε εναντίον της κυβέρνησης του Κέντρου, άνοιξε τον δρόμο στην Αποστασία και προετοίμασε τη δικτατορία.
Κατά τη Μεταπολίτευση ήταν η ίδια θεωρία που επέτρεψε την αποκατάσταση των στιγματισμένων χουντικών θυλάκων από τη μια μεριά και τη συκοφάντηση κάθε δυναμικής διεκδίκησης των εργαζομένων από την άλλη.
Ποιος δεν καταλαβαίνει ότι και σήμερα, η χρήση της θεωρίας των δύο άκρων είναι εκείνη που από τη μια συκοφαντεί την ανερχόμενη Αριστερά και από την άλλη δίνει συγχωροχάρτι σε μια ναζιστική οργάνωση που έχει ως πολιτικό της πρόγραμμα την άσκηση ωμής βίας;
Αυτή η αθώωση του φασισμού δεν περιορίστηκε στους τραμπούκους ή τους διατεταγμένους αστυνομικούς υπαλλήλους. Σε άρθρο του για την επέτειο του 1940, ο γνωστός πολιτικός της Δεξιάς, Γρηγόρης Κασιμάτης, θα δώσει λίγες μέρες αργότερα και το τελειωτικό χτύπημα στην παράδοση του αντιφασισμού: «Η ιταλική επιβουλή της 28ης Οκτωβρίου ήταν επίθεση του ολοκληρωτικού επεκτατισμού, όχι του φασισμού» («Ελευθερία», 29.10.1966).
Δεν πέρασαν ούτε έξι μήνες και ο φασισμός, με τη μορφή της στρατιωτικής δικτατορίας, χτυπούσε την πόρτα ακόμα και των οπαδών της θεωρίας των δύο άκρων.
3. Ο «αριστεροχουντισμός»
H θεωρία των «δύο άκρων» αναβαθμίστηκε με τη διατύπωση της θεωρίας του «αριστεροχουντισμού» από τον Καραμανλή, λίγους μήνες μετά τη Μεταπολίτευση. Η σκοπιμότητα της έμπνευσης αυτής είναι προφανής.
Επισημαίνοντας την ύπαρξη αυτών των ακραίων εκδοχών της εφαρμοσμένης πολιτικής, η κυβερνητική δράση της εποχής εμφανιζόταν να κινείται στο μέσο, ως «κεντρώα», παρά το γεγονός ότι μετά τις πρώτες κινήσεις εκδημοκρατισμού, που θεωρήθηκαν απαραίτητες για την εκτόνωση της λαϊκής ενεργητικότητας που είχε ξεσπάσει το καλοκαίρι του 1974, κάτω από τη διπλή επίδραση της πτώσης της χούντας και της κυπριακής τραγωδίας, το καθεστώς αναδιπλώθηκε σε αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης.
Στην πραγματικότητα η θεωρία του «αριστεροχουντισμού» βοήθησε την κυβέρνηση Καραμανλή να επιβληθεί στο ρευστό πολιτικό σκηνικό με δύο τρόπους: Από τη μια χρησιμοποίησε αυτή τη θεωρία για να κάμψει τις λαϊκές αντιδράσεις, μέσα από τη συκοφάντηση όλων των δυναμικών εργατικών και φοιτητικών διεκδικήσεων, από την άλλη άφησε ένα παράθυρο ανοιχτό προς την κατεύθυνση των υπολογίσιμων ακόμα στηριγμάτων του δικτατορικού καθεστώτος, με σκοπό τη βαθμιαία ενσωμάτωσή τους στη μητρική μεγάλη συντηρητική παράταξη.
Τον νεολογισμό αυτό χρησιμοποίησε ο Καραμανλής για πρώτη φορά στη Βουλή στις 28.3.1975, κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για το νέο Σύνταγμα. Ο τότε πρωθυπουργός διέκοψε μάλιστα τον αγορεύοντα Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος διαπίστωνε ότι υπάρχουν «διεκδικήσεις που υποκινούνται από χουντικούς μηχανισμούς» για να του πει: «Εννοώ και τα δύο άκρα. Γιατί αρχίζει να αναπτύσσεται ένα είδος αριστεροχουντισμού και προσέξτε το». Η φράση καλύφθηκε από χειροκροτήματα. Αιφνιδιασμένος ο Παπανδρέου έδειξε αμηχανία: «Δεν αναφερόμουν σ’ αυτό. Γιατί δεν εγνώριζα το είδος, κ. πρόεδρε. Πρώτη φορά το ακούω».
Από τότε και επί μήνες θα άκουγε κι αυτός και όλος ο κόσμος τη λέξη να επαναλαμβάνεται με κάθε ευκαιρία από την κυβέρνηση. Λίγες μέρες αργότερα, ο Καραμανλής επανέλαβε τους φόβους του για τον «αριστεροχουντισμό», μιλώντας στο γερμανικό περιοδικό «Ντερ Σπίγκελ», για να διαδώσει και στο εξωτερικό την έμπνευσή του. Και κατά την πορεία για την επέτειο της 21ης Απριλίου, τρεις βδομάδες αργότερα, η επίκληση του αριστεροχουντισμού θα είναι εκείνη που θα επιτρέψει τη βίαιη καταστολή, με πρόσχημα τη συμβολική επίθεση του ΕΚΚΕ με αυγά στην αμερικανική πρεσβεία.
Κοινό χαρακτηριστικό των τριών αυτών ιστορικών περιόδων με τη σημερινή είναι ότι υπήρχε και τότε πολιτική κρίση, αλλά και ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος που επιδίωκε την υπέρβαση του ισχύοντος πολιτικού πλαισίου, μέσω ενός ή περισσότερων αριστερών πολιτικών σχηματισμών. Αν ήθελε κανείς να βγάλει συμπεράσματα από τη χρήση της ίδιας θεωρίας σε τόσο διαφορετικές ιστορικές περιόδους, θα κατέληγε εύκολα σε ένα κοινό συμπέρασμα.
Η πρώτη μεταπολεμική χρήση της θεωρίας ήταν εκείνη που επέτρεψε (αν δεν επέβαλε) τη διενέργεια του αιματηρού εμφύλιου πολέμου, δαιμονοποιώντας και εξωθώντας στην ένοπλη σύγκρουση το ένα «άκρο». Αυτή ήταν ταυτόχρονα η μέθοδος με την οποία ενσωματώθηκαν και πάλι στον κρατικό μηχανισμό οι πολιτικοί δωσίλογοι, οι ένοπλοι συνεργάτες των δυνάμεων κατοχής και οι ιδεολογικοί τους παραστάτες.
Κατά τη διακυβέρνηση της χώρας από τον Γεώργιο Παπανδρέου, η θεωρία του πεζοδρομίου και των άκρων ήταν εκείνη που στράφηκε εναντίον της κυβέρνησης του Κέντρου, άνοιξε τον δρόμο στην Αποστασία και προετοίμασε τη δικτατορία.
Κατά τη Μεταπολίτευση ήταν η ίδια θεωρία που επέτρεψε την αποκατάσταση των στιγματισμένων χουντικών θυλάκων από τη μια μεριά και τη συκοφάντηση κάθε δυναμικής διεκδίκησης των εργαζομένων από την άλλη.
Ποιος δεν καταλαβαίνει ότι και σήμερα, η χρήση της θεωρίας των δύο άκρων είναι εκείνη που από τη μια συκοφαντεί την ανερχόμενη Αριστερά και από την άλλη δίνει συγχωροχάρτι σε μια ναζιστική οργάνωση που έχει ως πολιτικό της πρόγραμμα την άσκηση ωμής βίας;
Το χειρότερο είναι ότι η θεωρία των δύο άκρων, όπως διατυπώνεται από επίσημα χείλη, δικαιώνει τις εφιαλτικές διατυπώσεις του Ηλία Παναγιώταρου περί «εμφυλίου πολέμου». Η στρατηγική των «δύο άκρων» είναι δηλαδή πρώτα απ’ όλα στρατηγική της Χρυσής Αυγής.
Πρόκειται για μια μεταφορά στα καθ’ ημάς της στρατηγικής της έντασης που εφάρμοσε η ιταλική Ακροδεξιά τη δεκαετία του 1970, σε συνεργασία βέβαια με τους σκοτεινότερους μηχανισμούς του βαθέος κράτους της γειτονικής χώρας.
Η πρώτη προσπάθεια να εφαρμοστεί και στη χώρα μας η στρατηγική της έντασης έγινε τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όταν συνεργάστηκαν Ιταλοί και εγχώριοι νεοφασίστες (Ορντινε Νουόβο και Νέα Τάξις) σε μια σειρά τυφλών βομβιστικών ενεργειών στις ελληνικές πόλεις.
Εκείνη την περίοδο έκανε τα πρώτα του βήματα στον κόσμο της εφαρμοσμένης (ναζιστικής) πολιτικής ο Νικόλαος Μιχαλολιάκος. Κι αυτή του η ανάμιξη τού στοίχισε ένα χρόνο φυλακή για παράβαση του νόμου περί όπλων και εκρηκτικών. Αλλά εκείνη την περίοδο οι προσπάθειες απέτυχαν, γιατί στηρίζονταν μόνο σε μηχανισμούς του καθεστώτος που είχε καταρρεύσει. Σήμερα;
Ο Παύλος Μπακογιάννης για τον «αριστεροχουντισμό»
Μια εξαιρετικά επίκαιρη ανάλυση της θεωρίας των «δύο άκρων» είχε συντάξει ο Παύλος Μπακογιάννης, την περίοδο που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε λανσάρει τον όρο «αριστεροχουντισμός». Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο «Βήμα», με τίτλο «Παρακαλώ αντίλογο. Σύγχρονη δημοκρατία ή Καραμανλής;» (30.12.1975). Παραθέτουμε στη συνέχεια αποσπάσματα από το άρθρο αυτό:
«Πριν αναχωρήσει για τις χριστουγεννιάτικες διακοπές του στην Κέρκυρα, στις 22 Δεκεμβρίου, ο «πάτερ φαμίλιας» της Νέας Δημοκρατίας συγκέντρωσε τα 215 «παιδιά» του και τους είπε ξάστερα τη γνώμη του.
Μίλησε για «σκοτεινές δυνάμεις» που δρουν και συνωμοτούν εναντίον του και εναντίον της δημοκρατίας και για πρώτη φορά τις ονόμασε κιόλας: χουντικοί, βασιλικοί, «πεντακόσιοι επώνυμοι» και «μερικοί κύκλοι» της αντιπολιτεύσεως που «ασκούν αντιπολίτευσιν χάριν της αντιπολιτεύσεως».
Φυσικά, μετά το «μάθημα» κανένας δεν ρωτήθηκε αν συμφωνεί με τις παρατηρήσεις του, ούτε και τόλμησε να υποβάλει ερώτηση – γιατί είναι γνωστό πως… ο Κρόνος τρώει τα παιδιά του.
Για τις ίδιες δυνάμεις εν τούτοις έχει γράψει επανειλημμένα ο Τύπος. Και εισέπραξε από την κυβέρνηση την κατηγορία της «κινδυνολογίας». Ο πρωθυπουργός είναι σε θέση να έχει οπωσδήποτε περισσότερες πληροφορίες απ’ ό,τι οι εφημερίδες. Αν δεν επιθυμεί να κατηγορηθεί κι αυτός για «κινδυνολογία», θα πρέπει αμέσως να ενημερώσει τον λαό και στην ανάγκη να ζητήσει τη συμπαράστασή του – και κανείς δεν θα του την αρνηθεί. Σ’ αντίθετη περίπτωση, θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για «πρωθυπουργική κινδυνολογία».
Εκτός αν πρόκειται για τη γνωστή και στον Κωνσταντίνο Καραμανλή μέθοδο: και στην οχταετία του κυβερνούσε η παράταξή του με τη συνεχή προβολή του «κομμουνιστικού κινδύνου». Το αποτέλεσμα αυτής της υπερβολής και της διόγκωσης το πλήρωσε αργότερα ο τόπος.
Πολλές είναι οι ενδείξεις, ότι η κυβερνητική παράταξη εφαρμόζει σήμερα την ίδια τακτική. Μόνο ο «κίνδυνος» έχει υποστεί κάποια διεύρυνση. Τώρα έγινε «αριστεροχουντικός» – και η πατρότητα του όρου αυτού ανήκει στον πρωθυπουργό, όπως και οι «σκοτεινές δυνάμεις».
Και οι αδυναμίες και οι κίνδυνοι επισημαίνονται καθημερινά: η συνεχιζόμενη παρουσία χουντικών σε θέσεις-κλειδιά, η φανερή δράση των βασιλικών που στρέφεται ανοιχτά κατά του συντάγματος, η «κινδυνολογία» των «πεντακοσίων επωνύμων». Αλλά και η αντιπολίτευση κάνει μερικές φορές αντιπολίτευση χάριν της αντιπολιτεύσεως – έκφραση της αδυναμίας που την οδηγεί και η κυβερνητική πλειοψηφία.
Τι ηγέτης είναι όμως αυτός που βλέπει συνεχώς όλα τα άλλα, εκτός από τις δικές του αδυναμίες και τις αδυναμίες της παρατάξεώς του; Και πρώτα-πρώτα: παρά την σχεδόν «εν λευκώ» εντολή που έχει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, δεν πέτυχε ούτε κυβερνητική παράταξη να φτιάξει, ούτε σωστή αντιπολίτευση να δημιουργήσει. Με δυο λόγια: δεν κατάφερε να προωθήσει καλύτερη συγκρότηση της πολιτικής ζωής, απ’ αυτή που είχαμε στο παρελθόν.
Δεν μπορεί να φταίνε όλοι οι άλλοι για την κατάσταση αυτή, εκτός από τον ίδιο τον πρωθυπουργό – όταν μάλιστα είναι γνωστός ο μονοκρατορικός τρόπος με τον οποίο παίρνει τις αποφάσεις. Ο ελληνικός λαός, που στο παρελθόν καταψήφισε τον Κ. Καραμανλή, του έδωσε πέρυσι την απόλυτη πλειοψηφία. Και όχι μόνο τη νομοθετική, αλλά και τη συντακτική – δύναμη που του επέτρεψε να εκλέξει ακόμα και πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, για να του κρατάει τη θέση άδεια σε πρώτη ζήτηση. Τι άλλο θέλει τέλος πάντων απ’ αυτόν τον λαό;
Στη δημοκρατία δεν μπορείς συνεχώς να κλαίγεσαι, όταν διαθέτεις την πλειοψηφία.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έφερε το 1920 στους Ελληνες ολόκληρη τη συνθήκη των Σεβρών – τη Μεγάλη Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, η παράταξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή τον καταψήφισε. Αν, δηλαδή, έπαιρνε τότε την πλειοψηφία ο Ελευθέριος Βενιζέλος, θα «μουρμούριζε» μετά κατά του Γούναρη;
Αλλά κι αν επαληθέψουν οι κασσάνδρειες προφητείες που κάνει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής για την τύχη που περιμένει την ελληνική δημοκρατία μετά απ’ αυτόν, τότε θα πρέπει να γνωρίζει ένα πράγμα: ο μεγάλος χαμένος θάναι ο ίδιος. Κι αν αποφασίσει να επιστρέψει για δεύτερη φορά στο Παρίσι, θα φταίνε πολλοί, αλλά ο μεγάλος φταίχτης θάναι πάλι αυτός».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Πολυμέρης Βόγλης, «Το κενό μεταξύ των δύο άκρων», («Αυγή της Κυριακής», Ενθέματα, 23.9.2012).
Ιστορική τοποθέτηση της θεωρίας των δύο άκρων.
Στράτος Δορδανάς, «Η γερμανική στολή στη ναφθαλίνη. Επιβιώσεις του δοσιλογισμού στη Μακεδονία, 1945-1974», (Εστία, Αθήνα 2011).
Η ένταξη των συνεργατών των Γερμανών στον κρατικό μηχανισμό και η χρήση τους κατά του «ερυθρού φασισμού».
Τάσος Κωστόπουλος, «Η αυτολογοκριμένη μνήμη. Τα Τάγματα Ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη» (Φιλίστωρ, Αθήνα 2005).
Η μεταπολεμική αντιμετώπιση των ταγματασφαλιτών και της ιστορίας τους από τους νικητές του Εμφυλίου. Ορατό το υπόστρωμα της θεωρίας των δύο άκρων.
Γιώργης Θ. Κρεμμυδάς, «Οι άνθρωποι της χούντας μετά τη δικτατορία» (Εξάντας, Αθήνα 1984).
Δημοσιογραφική καταγραφή της τύχης των πρωταγωνιστών της χούντας κατά τη Μεταπολίτευση. Περιλαμβάνεται η δράση των νεοφασιστών την περίοδο 1975-79 και η αντιμετώπισή τους από τις κυβερνήσεις Καραμανλή.
«Κωνσταντίνος Καραμανλής. Αρχείο. Γεγονότα και κείμενα» (Ιδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής – Εκδοτκή Αθηνών, Αθήνα 1997, τόμος 8).
Ο πολιτικός βίος του «εθνάρχη», όπως αποτυπώνεται σ’ ένα αυστηρά επιλεγμένο τμήμα του προσωπικού του αρχείου. Παρούσα η θεωρία του «αριστεροχουντισμού», ακόμα και σε συνεντεύξεις του Καραμανλή σε εφημερίδες του εξωτερικού.
ΔΕΙΤΕ
Νίκου Καβουκίδη, «Μαρτυρίες» (1975).
Ντοκιμαντέρ-χρονικό της Μεταπολίτευσης, από τη φοιτητική εξέγερση του 1973 μέχρι τον Αύγουστο του 1975. Εμφαση στους μαζικούς αγώνες για την κατοχύρωση και διεύρυνση του δημοκρατικού ανοίγματος, αυτούς που συκοφαντήθηκαν ως «αριστεροχουντικοί».
ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ «ΙΟΥ»: Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς
πηγή : IOΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου