Με τη συμμετοχή Γερμανών και Ελλήνων βουλευτών, επιστημόνων, δημοσιογράφων και ακτιβιστών, το ίδρυμα «Ρόζα Λούξεμπουργκ» διοργανώνει από την 1η έως τις 4 Νοεμβρίου συνέδριο με θέμα «Ο νεοναζισμός στην Ελλάδα και τη Γερμανία: ομοιότητες και διαφορές. Ανάλυση και ανταλλαγή εμπειριών». Στη χθεσινή πρώτη ημέρα του συνεδρίου, συζητήθηκαν, μεταξύ άλλων, οι σχέσεις της Χρυσής Αυγής και του γερμανικού NPD, οι ομοιότητες και οι διαφορές των νεοφασιστικών κινημάτων στην Ευρώπη και ο ναζιστικός τρόμος στη Γερμανία.
Σχέσεις Χρυσής Αυγής – NPD
Στην τοποθέτησή του, ο δημοσιογράφος Δημήτρης Ψαρράς, που εξέδωσε πρόσφατα το βιβλίο «Η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής», εστίασε στις ομοιότητες μεταξύ της Χρυσής Αυγής και του γερμανικού νεοναζιστικού κόμματος NPD. Έφερε μάλιστα, μια σειρά από παραδείγματα, που καταδεικνύουν την συμπόρευσή τους:
Πριν από λίγο καιρό σημειώθηκε ένα νέο σκάνδαλο στην Ελλάδα, όταν διαπιστώθηκε ότι το υπουργείο Παιδείας ήταν πρόθυμο να παραδώσει στη Χρυσή Αυγή στοιχεία εθνικότητας των παιδιών που πηγαίνουν στα νηπιαγωγεία της χώρας. Ήδη πριν από τις εκλογές του Ιουνίου, ένα από τα στελέχη της είχε υποσχεθεί σε ομιλία του ότι τα τάγματα εφόδου της οργάνωσης θα πετάξουν έξω από τα νηπιαγωγεία τα παιδιά των μεταναστών για να βρεθούν θέσεις για τα παιδιά των Ελλήνων. Οι προσεκτικοί παρατηρητές θυμήθηκαν ότι πριν από δύο χρόνια, το σχετικό γερμανικό πολιτικό μόρφωμα, το NPD, είχε ξεκινήσει μια καμπάνια για την κατάληψη των νηπιαγωγείων μέσω της τοποθέτησης των στελεχών του κόμματος στη διεύθυνση των σταθμών.
Δεν είναι όμως μόνο τα νηπιαγωγεία στα οποία συγκλίνουν οι στόχοι της Χρυσής Αυγής με εκείνους του NPD. Πολύ σημαντικότερο στοιχείο είναι η κοινή προσπάθεια να κατακτήσουν ή «να ελευθερώσουν» τμήματα ολόκληρα πόλεων και επαρχιακών περιοχών. Αυτό που κάνει η Χρυσή Αυγή στον Άγιο Παντελεήμονα και στην πλατεία Αττικής είναι το σχέδιο που εφάρμοσε το NPD από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 σε ορισμένες πόλεις της πρώην ανατολικής Γερμανίας, όπου μάλιστα είχε κηρύξει και εθνικά απελευθερωμένες ζώνες.
Στο βάθος της σκέψης και των δύο οργανώσεων δεν είναι τίποτα άλλο από τηνεκστρατεία για τον έλεγχο των καπηλειών, τη μέθοδο δηλαδή που ακολούθησε στο Βερολίνο το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (NSDAP), την περίοδο που διεκδικούσε γειτονιά τη γειτονιά, δρόμο το δρόμο τη γερμανική πρωτεύουσα. Τα καπηλειά έγιναν στη συνέχεια τα αρχηγία για τη στρατιωτική εξάπλωση των ταγμάτων εφόδου σε άλλες γειτονικές περιοχές. Είδαμε στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής το ρόλο αυτό να παίζει ένα μικρό καφέ μπαρ απέναντι από την είσοδο της εκκλησίας του Αγίου Παντελεήμονα. Και επικεφαλής της οργάνωσης σε αυτή τη γειτονιά ήταν ο ιδιοκτήτης αυτού του καφέ μπαρ.
Όσο για την περίφημη κοινωνική ή φιλανθρωπική δράση της ΧΑ, και πάλι το NPD στα τέλη του 1990 στράφηκε σε ορισμένες τοπικές «φιλανθρωπικές» δραστηριότητες και ανακοίνωσε προγράμματα βοήθειας νέων και ηλικιωμένων προκειμένου να εντυπωσιάσει την εικόνα ενός βίαιου ναζιστικού κόμματος.
Όπως σημείωσε ο δημοσιογράφος, από τη στιγμή της ίδρυσής της η ΧΑ επιδίωξε να έρθει σε επαφή και να αντλήσει εμπειρίες και κύρος από τη συνεργασία με ομοειδής οργανώσεις της ευρωπαϊκής νεοναζιστικής σκηνής και ιδιαίτερα τη γερμανική. Η ιδιαίτερη κλήση της προς τη Γερμανία οφείλεται στην αυστηρά ναζιστική της συγκρότηση και τη φανατική της προσκόλληση στα γραπτά των θεωρητικών του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού, κυρίως του ίδιου του Χίτλερ.
Ομοιότητες και διαφορές των νεοφασιστικών κινημάτων
Μεταξύ των ομιλητών της πρώτης ημέρας του συνεδρίου ήταν και ο Fabian Virchow(Πανεπιστήμιο Εφαρμοσμένων Επιστημών του Ντίσελντορφ, Ομάδα Μελέτης του Ακροδεξιού Εξτρεμισμού). Ο κ. Virchow, εστιάζοντας στις ομοιότητες και τις διαφορές των νεοφασιστικών κινημάτων στην Ευρώπη, σημείωσε πως «στις ευρωπαϊκές χώρες δρουν πολλές ομάδες, κινήσεις, κύκλοι και κόμματα των οποίων το πολιτικό σκεπτικό – που ξεκινά από εθνοτικές εθνικιστικές ή λαϊκές βασικές θέσεις και απορρίπτει αποφασιστικά τις επιταγές για κοινωνική ανισότητα στοχεύει στην αναίρεση της κοινωνικής δημοκρατίας που έχουν επιτευχθεί και στον αποκλεισμό ολόκληρων πληθυσμιακών ομάδων από την ισότιμη συμμετοχή. Οι «παραδοσιακές παραλλαγές»του είναι νεοφασιστικές δομές που πρεσβεύουν τη βία, απαιτούν στρατιωτική συμπεριφορά και θέλουν να αντικαταστήσουν την αστική δημοκρατία με ένα ρατσιστικό εθνικό κράτος. Οι «σύγχρονες παραλλαγές» διαχωρίζουν τη θέση τους από τον δεσποτισμό του ευρωπαϊκού φασισμού και προσπαθούν να νομιμοποιήσουν τον έλεγχο της μετανάστευσης και πολιτικές εθνοτικού εθνικισμού, ασκώντας μια «πολιτική φόβου».
Μολονότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ αυτών των δύο ρευμάτων, για παράδειγμα στην τοποθέτηση απέναντι στο κράτος του Ισραήλ και την πολιτική του, μπορεί κανείς επίσης να διακρίνει, ιδίως στον τομέα της εσωτερικής πολιτικής, επικαλύψεις όσον αφορά την πολιτική στοχοθεσία. Και τα δύο ανταγωνίζονται για να κερδίσουν ένα παρόμοιο κοινό ψηφοφόρων. Όπου κατάφεραν να ασκήσουν επιρροή σε πολιτικές αποφάσεις τα τελευταία χρόνια – για παράδειγμα συμμετέχοντας σε κυβερνητικό συνασπισμό ή στηρίζοντας μια κυβέρνηση μειοψηφίας – σημειώθηκαν μεγάλης έκτασης περιορισμοί στην πολιτική για την μετανάστευση και τους πρόσφυγες, καθώς και κατάλυση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας και των δικαιωμάτων των εργαζομένων».
Στην τοποθέτησή του, ο κ. Virchow τόνισε την ανάγκη διάκρισης μεταξύ των φάσεων που διανύουν τα ακροδεξιά κόμματα, καθώς όπως σημείωσε υπάρχουν αρκετά που καταγράφουν επιτυχία σε μία ή δύο εκλογικές αναμετρήσεις και στη συνέχεια εξαφανίζονται. Λαμβάνοντας υπόψη αυτό το κριτήριο, από το 1980 έως σήμερα, περίπου 7-8 κόμματα εμφανίζουν αυτά τα στοιχεία. Πολλές άλλες οργανώσεις και κόμματα της ακροδεξιάς δεν καλύπτονται από αυτό το κριτήριο.
Όπως ανέφερε ο κ. Virchow, σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει ένα δυναμικό ψηφοφόρων που θα μπορούσε να ψηφίσει ακροδεξιό κόμμα, ωστόσο, δεν έχουν όμως όλα τα κόμματα επιτυχία στην προσέλκυση αυτού του δυναμικού. Τα αίτια αυτής της διαπίστωσης βρίσκονται πίσω από μια σειρά ζητήματα, όπως για παράδειγμα το εκλογικό σύστημα κάθε χώρας. «Όπου υπάρχουν φραγμοί εισόδου στο Κοινοβούλιο, υπάρχει δυσκολία για νεοσυσταθέντα κόμματα χωρίς σημαντικούς πόρους να μπουν στη Βουλή». Σημαντικό ρόλο παίζει επίσης και η χρήση του εκλογικού συστήματος για τη μείωση ή την αύξηση της επιτυχίας αυτών των κομμάτων.
Ένας δεύτερος παράγοντας για την επιτυχία τους είναι «το προσωπικό τους», η κοινωνική τους εδραίωση, δηλαδή σε ποιο βαθμό οι άνθρωποι αυτοί «προσλαμβάνονται» ως πολίτες γνωστοί π.χ. σε μια γειτονιά, ως ευυπόληπτοι πολίτες, όχι χούλιγκαν. Τρίτον, η ηγεσία τους, δηλαδή κατά πόσο χρειάζονται έναν χαρισματικό ηγέτη. Σύμφωνα με τον κ. Virchow, ένας χαρισματικός ηγέτης βεβαίως διευκολύνει, αλλά έχουμε παραδείγματα όπου υπάρχει μάλλον μία ηγετική ομάδα, παρά ένα μεμονωμένο πρόσωπο.
Ο κ. Virchow έθεσε και το ζήτημα της κάλυψης των κομμάτων αυτών από τα MME. Όπως σημείωσε, σχεδόν σε όλες χώρες της Ευρώπης – με κάποιες διαφοροποιήσεις – μεγάλες εφημερίδες δεν παρουσιάζουν ρητά τις ακροδεξιές οργανώσεις ως τέτοιες, ενώ θυματοποιούν κάποια ζητήματα που εκμεταλλεύονται τα ακροδεξιά κόμματα. Ανέφερε μάλιστα το παράδειγμα ενός νέου κόμματος στο Αμβούργο υπό τον δικαστή Σιλ, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα γνωστός για τις σκληρές αποφάσεις του και είχε καταφέρει να περάσει ένα προφίλ αστού μέσω του τοπικού Τύπου. «Με την υποστήριξη των ΜΜΕ, το κόμμα του μπόρεσε σε 9 μήνες να πάρει το 5% των ψήφων. Χωρίς τη στήριξη των ΜΜΕ δεν θα μπορούσε να έχει επιτυχία. Στη συνεχεία αποκαλύφθηκε το πραγματικό του πρόσωπο και άλλαξαν τα ρεπορτάζ. Αλλά βλέπουμε ότι με τη στήριξη μεγάλων εδραιωμένων ομάδων Τύπου, κόμμα ή ηγέτης σημειώνει επιτυχίες. Το ίδιο ισχύει και για θέματα που θυματοποιούν τα ευρωπαϊκά φύλλα».
Η ναζιστική τρομοκρατία
Ο Ulli Jentsch (Αντιφασιστικό Αρχείο Τύπου και μορφωτικό Κέντρο, Βερολίνο) ξεκίνησε την τοποθέτησή του, λέγοντας πως τα όσα διαδραματίζονται σήμερα στην Ελλάδα, θυμίζουν έντονα καταστάσεις στη Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Αναφερόμενος στη «ναζιστική τρομοκρατία», ένα φαινόμενο που ως σκοπό έχει την εδραίωση των πολιτικών στόχων του ναζισμού, ο κ. Jentsch τόνισε την ανάγκη μιας διάκρισης του όρου αυτού, που αποτελεί συστατικό στοιχείο της ναζιστικής πολιτικής. Η διάκριση αφορά στη βίας και την τρομοκρατία από φασισμό που βρίσκεται στην εξουσία και την τρομοκρατία των κινημάτων.
«Για να κατανοήσουμε αυτό το φαινόμενο, θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω στη δεκαετία του ‘90 δεκαετία και να αναγνωρίσουμε σε ποιο βιωματικό χώρο έχουν κινηθεί οι νεοναζί, τι μουσική ακούνε, αν σύστησαν κοινωνικά δίκτυα, δηλαδή μια «ολόκληρη κοινωνιολογία» για το πώς μια ολόκληρη γενιά νεοναζί έχει πολιτικοποιηθεί. Τη δεκαετία του ‘90 αναπτύχθηκε μια γενιά που πολιτικοποιήθηκε στη βάση των βίαιων επιθέσεων κατά μεταναστών, η οποία βίωσε κάτι σαν μια εξουσία στο δρόμο που αναλαμβάνει το ρόλο του κράτους και εκτελεί αυτό που θεωρεί ως λαϊκή εντολή. Είναι καθοριστικό στοιχείο για πολλά πιλοτικά κινήματα επί μία δεκαετία. Αυτοί οι άνθρωποι ήξεραν ότι υπάρχει δυνατότητα αντικατάστασης της αστυνομίας και μεγάλωσαν σε τέτοιο ναζιστικό τοπίο όπου δεν υπήρχαν αντίπαλοι δημοκράτες ή αντιφασίστες. Έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε ότι σε τέτοιους βιωματικούς χώρους δεν χρειαζόταν να παλέψει κάποιος για την πρωτοκαθεδρία, αλλά για το πώς αυτή θα εδραιωθεί. Υπάρχουν πολλοί παραλληλισμοί μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας. Ζητούμενο της Χρυσής Αυγής είναι η υπονόμευση σχολείων των οργανώσεων των νέων κτλ».
Για τον ίδιο, το δίλημμα του αντιφασιστικού κινήματος είναι κατά πόσο αν προσπαθήσουμε να αμυνθούμε δεν προσομοιάζουμε με τον αντίπαλο; Ένα δεύτερο πρόβλημα, που εμφανίζεται σε κοινωνίες και χώρες σε κρίση με ισχυρό φασιστικό κίνημα, είναι ότι το αντιφασιστικό κίνημα είναι υποχρεωμένο όχι μόνο να υπερασπιστεί κοινωνικά δικαιώματα απέναντι στο κράτος, αλλά και απέναντι στους ναζί.
πηγή : tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου