Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Η στρατηγική της έντασης του ιταλικού και ελληνικού κράτους

                                                         
 
  Στις 12 Δεκεμβρίου 1969, γύρω στις 16:30 το απόγευμα, μια βόμβα εξερράγη στην Αγροτική Τράπεζα στο Μιλάνο, στην πλατεία Φοντάνα, στο κέντρο της πόλης. Ήταν Παρασκευή, μέρα που η τράπεζα θα έμενε ανοικτή  έως αργά και ήταν γεμάτη κόσμο. Δεκατέσσερις άνθρωποι σκοτώθηκαν επι τόπου από την έκρηξη, δύο ακόμα πέθαναν αργότερα στο νοσοκομείο και περίπου 80  τραυματίστηκαν, ορισμένοι πολύ σοβαρά.

Δεν ήταν η μόνη βόμβα εκείνη τη χρονιά. Δεκάδες είχαν εκραγεί μέσα στο 1969, με πιο βασικές δύο βόμβες στις 25 Απριλίου στο περίπτερο της Φιατ στην εμπορική έκθεση του Μιλάνου και στην υπηρεσία συναλλάγματος της Εθνικής Τράπεζας Επικοινωνιών του κεντρικού σταθμού και άλλες 8 που ήταν τοποθετημένες σε ισάριθμα τρένα στις 9 Αυγούστου.

Και δεν ήταν η μόνη βόμβα εκείνη της 12ης Δεκεμβρίου. Μια δεύτερη εντοπίζεται σε μικρή απόσταση, στην έδρα της Ιταλικής Εμπορικής Τράπεζας στην πιάτσα ντελα Σκάλα. Οι πυροτεχνουργοί της αστυνομίας θα προκαλέσουν ελεγχόμενη έκρηξη αργότερα το ίδιο βράδυ. Στη Ρώμη ολοκληρώνεται η αλληλουχία των εκρήξεων εκείνη τη μέρα. Σε ένα υπόγειο διάδρομο της Εθνικής Τράπεζας Εργασίας γίνεται μια έκρηξη που προκαλεί τον τραυματισμό 14 υπαλλήλων. Λίγο αργότερα δύο ακόμα μηχανισμοί μικρότερης ισχύος εκρήγνυνται στην πιάτσα Βενέτσια όπου τραυματίζονται 3 περαστικοί και ένας καραμπινιέρος. Πέντε βόμβες σε δύο πόλεις στις 12 Δεκέμβρη του 1969. Η μία από αυτές με πολλούς νεκρούς.
Τρεις μέρες αργότερα ο Άλντο Παλούμπα, συντάκτης της εφημερίδας L’unita, θα είναι ο πρώτος που θα αντικρύσει το δέκατο έβδομο νεκρό της έκρηξης στην πλατεία Φοντάνα. Βγαίνοντας  από το κτίριο της αστυνομίας του Μιλάνου ακούει ένα γδούπο και μετά άλλους δύο και είναι ένα σώμα που πέφτει από ψηλά, χτυπάει στο πρώτο γείσο του τοίχου, αναπηδάει σε ένα άλλο ακριβώς από κάτω και τελικά τσακίζεται στο έδαφος, το μισό στο πλακόστρωτο της αυλής και το μισό στο χώμα της πρασιάς.
Είναι το σώμα του Τζουζέπε Πινέλι, του μιλανέζου αναρχικού εργάτη στους σιδηροδρόμους που μαζί με πολλούς ακόμα είχε προσαχθεί στην αστυνομική διεύθυνση και ανακρινόταν για την υπόθεση των βομβών. Ο Πινέλι εκπαραθυρώθηκε από τον τέταρτο όροφο του μεγάρου της αστυνομίας του Μιλάνου. Ήταν 40 ετών, ενεργό μέλος της αναρχικής σκηνής του Μιλάνου, μέλος του κύκλου της ποντε ντελά γκιζόλφα και του αναρχικού μαύρου σταυρού, γνωστός και σεβαστός στους κύκλους της άκρας αριστεράς, γνωστός και στις αρχές. Ήταν παντρεμένος με τη Λίνσια Πινέλι και είχε δύο μικρές κόρες.

                   

Τρεις μέρες αργότερα ο Άλντο Παλούμπα, συντάκτης της εφημερίδας L’unita, θα είναι ο πρώτος που θα αντικρύσει το δέκατο έβδομο νεκρό της έκρηξης στην πλατεία Φοντάνα. Βγαίνοντας  από το κτίριο της αστυνομίας του Μιλάνου ακούει ένα γδούπο και μετά άλλους δύο και είναι ένα σώμα που πέφτει από ψηλά, χτυπάει στο πρώτο γείσο του τοίχου, αναπηδάει σε ένα άλλο ακριβώς από κάτω και τελικά τσακίζεται στο έδαφος, το μισό στο πλακόστρωτο της αυλής και το μισό στο χώμα της πρασιάς.
Είναι το σώμα του Τζουζέπε Πινέλι, του μιλανέζου αναρχικού εργάτη στους σιδηροδρόμους που μαζί με πολλούς ακόμα είχε προσαχθεί στην αστυνομική διεύθυνση και ανακρινόταν για την υπόθεση των βομβών. Ο Πινέλι εκπαραθυρώθηκε από τον τέταρτο όροφο του μεγάρου της αστυνομίας του Μιλάνου. Ήταν 40 ετών, ενεργό μέλος της αναρχικής σκηνής του Μιλάνου, μέλος του κύκλου της ποντε ντελά γκιζόλφα και του αναρχικού μαύρου σταυρού, γνωστός και σεβαστός στους κύκλους της άκρας αριστεράς, γνωστός και στις αρχές. Ήταν παντρεμένος με τη Λίνσια Πινέλι και είχε δύο μικρές κόρες.

Από το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου οι έρευνες της αστυνομίας για τις βόμβες προσανατολίστηκαν στο χώρο των αναρχικών και της άκρας αριστεράς όπως είχε γίνει και στις προηγούμενες επιθέσεις εκείνης της χρονιάς.Όπως θα φαινόταν πολύ αργότερα, ο προσανατολισμός προς την ενοχοποιηση αναρχικών και αριστερών ήταν μέρος της γενικευμένης επιχείρησης. Τελικά το 2005, σχεδόν 36 χρόνια μετά ο ανακριτής Τζεράρντο Ντ’ Αμπρόζιο που είχε αναλάβει την έρευνα από το 1972 σε συνέντευξη στην εφημερίδα La Republica δηλώνει
“Αυτό το αιματοκύλισμα ήταν του κράτους. Κάθε φορά που βρισκόμασταν ένα βήμα από την αλήθεια, βρίσκαμε μπροστά μας τις μυστικές υπηρεσίες και το στρατό. Η αστυνομία έκανε δεκάδες λάθη.Και όλα τα λάθη ήταν υπερ των νεοφασιστών. Η ιστορική αλήθεια έχει πλέον εξακριβωθεί. Προς το τέλος της δεκαετίας του 60 ορισμένοι τομείς του κράτους (μυστικές υπηρεσίες, ανώτατοι αξιωματούχοι του στρατού και ορισμένα πολιτικά πρόσωπα) μεθόδευσαν τη χρήση τρομοκρατών της άκρας δεξιάς για να φρενάρουν την εξέλιξη της αριστεράς. Ήθελαν να τρομοκρατήσουν τους μετριοπαθείς.Όλο αυτό είναι πια εξακριβωμένο“
Αναφορικά με την εκπαραθύρωση του αναρχικού Πινέλι, η αστυνομία του Μιλάνου έδωσε καθόλη τη διάρκεια της έρευνας 3 διαφορετικές και αντιφατικές εκδοχές. Με βάση αυτή την υπόθεση ο Ντάριο Φο θα γράψει το έργο “Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού” που ανεβαίνει το Δεκέμβριο 1970. Ο μπάτσος Καλαμπρέζι είναι ο κύριος ύποπτος της εκπαραθύρωσης του αναρχικού Πινέλλι αλλά δεν θα κατηγορηθεί ποτέ επίσημα. Το πόρισμα για το θάνατο Πινέλι αποδίδει το θάνατό του σε “δραστική αδιαθεσία” (malore attivo) και σύμφωνα με αυτό κλείνει οριστικά η υπόθεση το 1975.
Με τις βόμβες στο Μιλάνο και τη Ρώμη εγκαινιάζεται μια εποχή που θα μείνει ιστορικά και πολιτικά ως στρατηγική της έντασης. Σύμφωνα με επίσημες δηλώσεις του πρωθυπουργού της Ιταλίας Αντρεότι το 1990, αποκαλύφτηκε επισήμως η ύπαρξη ενός μυστικού σχεδίου υπονόμευσης και οργάνωσης μυστικών υπηρεσιών, τμημάτων του στρατού και της αστυνομίας του ιταλικού κράτους με το όνομα Gladio, ενός σχεδίου ενταγμένου στην επιχείρηση Stay Behind του ΝΑΤΟ σε όλη την Ευρώπη. Σύμφωνα με τα στοιχεία που είναι μέχρι σήμερα γνωστά, το σχέδιο Stay Behind αφορούσε τη συγκρότηση ενός δικτύου πρακτόρων, νεοφασιστών αμέσως μετά τη λήξη του Β Παγκόσμιου Πολέμου (με μαγιά τους ναζί που συνεργάστηκαν με τους δυτικούς) που είχε ως σκοπό τον ανορθόδοξο πόλεμο και επιχειρήσεις για την αποτροπή του κομμουνιστικού κινδύνου σε χώρες στη δυτική σφαίρα επιρροής. Στην Ελλάδα το παρακλάδι της επιχείρησης Stay Behind είχε την κωδική ονομασία “Κόκκινη Προβιά” και αφορούσε τη συμμετοχή πυρήνων του στρατού (κυρίως ειδικές δυνάμεις των ΛΟΚ), της αστυνομίας και των πολιτικών και οικονομικών ελίτ για την αποτροπή της ενδυνάμωσης της αριστεράς και κυρίως του ΚΚΕ. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ σε όλη την Ευρώπη έχουν γίνει γνωστά κάποια στοιχεία για τα παρακρατικά δίκτυα του Stay Behind με συμμετοχή και των αντίστοιχων κυβερνήσεων, στην Ελλάδα η υπόθεση δεν προχώρησε ποτέ και έμεινε σε επίπεδο φημών με την ανέρευση κρυπτών με όπλα και εκρηκτικά ή τη μυστική απόταξη κάποιων στρατιωτικών και μπάτσων όταν ανέλαβε το ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του 80 (χωρίς να μπορεί κανείς να επιβεβαιώσει τις φήμες ή να εκτιμήσει πόσο σημαντικά επλήγη το δίκτυο των παρακρατικών).
Η ομολογία Αντρεότι συντάραξε ολόκληρη την Ευρώπη. Η μία μετά την άλλη, οι κυβερνήσεις των χωρών – μελών του ΝΑΤΟ ανακοίνωναν την ύπαρξη και τη δραστηριότητα τέτοιων οργανώσεων – δικτύων στο έδαφός τους. Στην Ελλάδα ο υπουργός Αμυνας Γιάννης Βαρβιτσιώτης αναγκάστηκε, στις 9 Νοέμβρη του 1990, να παραδεχτεί δημόσια ότι «Ελληνες κομάντος (ΛΟΚ) και η CIA οργάνωσαν ένα βραχίονα του δικτύου, το 1955, για να προβληθεί αντάρτικη αντίσταση σε οποιονδήποτε κομμουνιστή εισβολέα. Το εν λόγω δίκτυο, ήταν γνωστό με την κωδική ονομασία “Επιχείρηση Κόκκινη Προβιά”».
Στις 14 Νοέμβρη του 1990, ο Ανδρέας Παπανδρέου προέβη στο πρακτορείο «Ασοσιέιτεντ Πρες» στην εξής δήλωση: «Η παρακρατική οργάνωση Κόκκινη Προβιά δημιουργήθηκε το 1955, ως αποτέλεσμα ενός μυστικού τμήματος της συμφωνίας, με βάση την οποία εγκαταστάθηκαν οι αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα»


              

  Στην Ιταλία, η στρατηγική της έντασης που επέλεξε το ιταλικό κράτος και οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ σε συνεργασία με τις παρακρατικές δυνάμεις της Gladio αποσκοπούσαν στην ανάσχεση του εργατικού κινήματος.
Στη δεκαετία του 60 στην Ιταλία εκτυλίχθηκαν αγώνες σε μεγάλα εργοστάσια του Βορρά με την ταυτόχρονη ανάδυση του ρεύματος του εργατισμού. Η αποφασιστικότητα και μαχητικότητα των εργατών της αλυσίδας παραγωγής με άγριες απεργίες, καταλήψεις εργοστασίων και σαμποτάζ, συνοδεύτηκε από τη θεωρητική συγκρότηση που ακολούθησε τους αγώνες και παρήγαγε αναλύσεις που συντηρούσαν και επέκτειναν τη φλόγα των εργατικών διεκδικήσεων. Το εργατικό κίνημα της Ιταλίας μέσα από τη θεωρητική συγκρότηση και τους αγώνες του ήρθε σε σύγκρουση με τους σταλινικούς από το κομμουνιστικό κόμμα πολλές φορές και πέρα από τα όρια της πολιτικής σύγκρουσης. Το ιταλικό εργατικό κίνημα της δεκαετίας του 60 αποδόμησε τα ξεπουλήμένα συνδικάτα, προχώρησε σε πρωτόγνωρες ενέργειες χειραφέτησής του με καταλήψεις εργαστασίων, σαμποτάζ, απεργίες και διαδηλώσεις ενώ επέκτεινε τα όρια της θεωρητικής ανάλυσης του συνδυάζοντας θεωρία και πράξη. Από αυτό το κίνημα ξεπηδά και το κίνημα της Αυτονομίας με εκατοντάδες αγωνιστές που δεν λύγισαν και και δεν οπισθοχώρησαν στη στρατηγική της έντασης με την οποία απάντησε το ιταλικό κράτος. Το 1968 η έκρηξη του φοιτητικού και νεολαιίστικου κινήματος με καταλήψεις σε πανεπιστήμια σε ολόκληρη τη χώρα συμπληρώνει την εικόνα. Την επόμενη χρονιά ο βιομηχανικός βορράς ζει το λεγόμενο “Θερμό Φθινόπωρο” των απεργιών και καταλήψεων εργοστασίων. Εκείνη τη χρονιά χάνονται 300.000 ώρες εργασίας ποσό τριπλάσιο από το μέσο όρο όλης της δεκαετίας. Το εργατικό κίνημα έκανε την επίθεσή του και έπαιρνε τις πόλεις και τους χώρους εργασίας οδηγώντας σε οπισθοχώρηση το κράτος, το στρατό και την αστυνομία οι οποίοι έπρεπε να απαντήσουν, συνθήκη αναγκαία για την επιβίωση της εκμετάλλευσης και την διαιώνιση του καπιταλισμού. Στις αρχές της δεκαετίας του 70 κι ενώ έχει ήδη αρχίσει να γενικεύεται η στρατηγική της έντασης, εμφανίζεται η πιο σημαντική ένοπλη οργάνωση αντάρτικου της εποχής, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες. Ένα κομμάτι του εργατικού κινήματος στρέφεται προς αυτή την κατεύθυνση και ως θέση άμυνας απέναντι στη βίαιη στρατηγική της έντασης του κράτους. Φυσικά, υπάρχουν μεγάλες απώλειες με συλλήψεις, διώξεις και καταστολή. Το φθινόπωρο του 1976 αναπτύσσεται το λεγόμενο “κίνημα της αυτομείωσης“, ως παρακλάδι του κινήματος της Αυτονομίας. Χιλιάδες νέοι και προλετάριοι από τα προάστια του Μιλάνου, της Ρώμης και της Μπολόνιας εισβάλλουν στα κέντρα των πόλεων και απαλλοτριώνουν εμπορεύματα από πολυτελή καταστήματα,αυτομειώνουν τις τιμές εισιτηρίων σε θέατρα,κινηματογράφους,εστιατόρια (δηλαδή πλήρωναν με βάση αυτό που επέβαλε η πολιτική τους, το ένα τρίτο ή ένα τέταρτο της κανονικής τιμής).




Σημαντικό είναι και το κίνημα των καταλήψεων, της δημιουργίας των μέσων αντιπληροφόρησης των νέων και προλετάριων με δεκάδες πειρατικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς. Η απόρριψη των κυρίαρχων αξιών που επέβαλε η εξουσιαστική γραμμή κράτους, οικονομικών και πολιτικών ελίτ οδήγησε στην εφεύρεση νέων μορφών οργάνωσης μέσα από την εμπειρία των σχέσεων των προλετάριων στις μαχητικές απεργίες, τις καταλήψεις, τους διεκδικητικούς αγώνες. Αυτές οι σχέσεις πήραν τη μορφή κοινοτήτων που έφτιαξαν οι καταληψίες σε γειτονιές των μεγάλων πόλεων. Οι νεαροί προλετάριοι οργανώθηκαν κατ αυτόν τον τρόπο εδαφικά και πειραματίστηκαν σε νέες μορφές συλλογικής ζωής.

Από τα παραπάνω, γίνεται ξεκάθαρη η οργανική, πολιτική και κοινωνική σχέση που συνδέει ιστορικά το εγχείρημα των καταλήψεων και κοινωνικών χώρων στην Ελλάδα ως ένα πολιτικό νήμα με τις αντίστοιχες προσπάθειες των ιταλών προλετάριων τη δεκαετία του 60 και 70 μέχρι και τις αρχές του 80 με τις διάφορες μορφές του εργατικού κινήματος και του κινήματος της Αυτονομίας όωπς εκφράστηκαν μέσα από τους συλλογικούς αγώνες.

Οι βασικές πηγές για το άρθρο είναι από τα

[1] http://secretsandbombs.wordpress.com/

[2] Η σφαγή του κράτους:αντι-έρευνα

[3] Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού: Υπόθεση Πινέλι

[4] Το τυχαίο ατόπημα ενός ανατρεπικού (Μηχανικοί του φθηνού μελοδράματος http://cheapmelodrama.wordpress.com/ )


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου