Είναι, ή θα έπρεπε να είναι ευρέως γνωστό, το γεγονός ότι, όταν εξαντλείται για διάφορους λόγους η διαδικασία επιστροφής ενός κομματιού των κερδών του κεφαλαίου στη βάση, τότε παράλληλα πυροδοτείται η ανατροπή της διαδικασίας εξαγοράς συναίνεσης των υπηκόων προς το καθεστώς υπέρ της διαδικασίας ολοκληρωτικής ταύτισης με αυτό, μέσω της καθετοποιημένης κατασταλτικής επέμβασης.
Σε συνθήκες κρίσης, η διαχείριση της πολιτικής εξουσίας είναι de facto «δεξιά» άσχετα από την ιδεολογική μήτρα του σχηματισμού που αναλαμβάνει την διαχείριση αυτή. Η πολιτική εξουσία κινεί σε αυτή τη φάση δυο διαδικασίες που αναλαμβάνουν να εξασφαλίσουν ένα νέο πεδίο συναίνεσης, -ελλειπτικό αλλά «ικανό» ως προς τη λειτουργικότητά του-, (δεδομένης -πάντα- της κατάστασης εξαίρεσης), σε όσους απομένουν εντός των τειχών: τοτέμ αυτών των διαδικασιών αποτελεί από τη μία η έννοια της νομιμότητας και από την άλλη η δυναμική του έθνους.
Στην Ελλάδα το τελευταίο διάστημα, μπορούμε να φανταστούμε μέσα σε όλα τα άλλα ότι είναι πιθανή μια κατάρρευση του πολιτικού κέντρου, έτσι όπως το γνωρίσαμε, δηλαδή ουσιαστικά μεταλλάσεται ο αστικός κόσμος και ανασυγκροτείται. Με βάση σχεδίου την βούληση για επιβίωση του και περαιτέρω ανάπτυξη του εις βάρος των εκμεταλλευομένων, το αστικό μπλοκ εξουσίας επανεξετάζει τα σενάρια σωτηρίας του, ανασυγκροτεί τους χώρους που το συνέχουν, τέλος, καταστρώνει μεθοδικά τα χτυπήματά του επαν-ορίζοντας με νέους καθετοποιημένους όρους εχθρούς, φίλους και κοινό, το οποίο καλεί να πάρει θέση πλάι του στη νέα σταυροφορία.
Στην επεξεργασία αυτή του αστικού μπλόκ εξουσίας, του κράτους και του κεφαλαίου μπορούμε να διαυγάσουμε τα διαφορετικά σενάρια σωτηρίας.
Στο πρώτο από αυτά, και είναι αυτό που εξελίσσεται σήμερα, η συγκυβέρνηση τοποθετεί ως ανώτατη αρχή της έννοια της νομιμότητας (βλ. «ανομία»[1]), για δυο λόγους. Πρώτον με την έννοια αυτή καλύπτει θεωρητικά με ένα απλό σχήμα την κατασταλτική διαδικασία ενάντια στο σύνολο των δραστηριοτήτων του ανταγωνιστικού λαϊκού κινήματος. Ταυτόχρονα το σχήμα αυτό που είναι ενσωματωμένο ως διαλεκτική και ως ρητορεία εντός του συνταγματικού-πολιτειακού τόξου μπορεί εύκολα να υποστηριχθεί από τις ασθμαίνουσες κεντρώες δυνάμεις, που στηρίζουν στο κυβερνητικό έργο τον βασικό πολιτικό πυλώνα -σε κάθε περίπτωση- των αστών την Νέα Δημοκρατία. Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός που αποτελεί το επόμενο κόλπο συνεκτικής πλαισίωσης του ανασυγκροτημένου αστικού μπλοκ τονώνεται μέσα από αυτή την επίκληση στην νομιμότητα. Το μέγεθος της καταστολής και οι συνέπειές του δεν έχουν πια σημασία. Η όλη διαδικασία αποτελεί το καθρέφτισμα της κεντρικής πολιτικής αντίληψης σε ότι αφορά τα ζητήματα «δρόμου», άμεσης παρέμβασης δηλαδή στις εστίες αντίστασης, στις αντιδομές. Το πολιτικό κόστος έτσι κι αλλιώς είναι έννοια που έχει δραπετεύσει από τη δημόσια πολιτική σφαίρα της ολοκληρωτικής δημοκρατίας, του επελαύνοντος αποθηριωμένου καπιταλισμού.
Η εξουσία έχει σηκωθεί οριστικά από το τραπέζι του διαλόγου. Το έχει κάνει στα θέματα που αφορούν την συντριπτική μάζα της κοινωνίας, χωρίς να κοιτάξει πίσω, δεν θα ήταν δυνατό να κάνει κάτι λιγότερο στα ζητήματα τα οποία εκ πρώτης όψεως μοιάζουν να αφορούν λίγους, ή λιγότερους, όταν συν τοις άλλοις δεν έχει γίνει κατορθωτό από το κίνημα να καταδείξει στο επιθυμητό βαθμό την κοινή λογική της αντίστασης που διαπερνά τις καταλήψεις και γενικότερα τις αντιδομές με τα ίδια τα κοινωνικά συμφέροντα και τις ανάγκες.
Σε ένα επόμενο σενάριο, το οποίο προϋποθέτει την κατάρρευση των «κεντρώων δυνάμεων» (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ), μόνος κυβερνητικός εταίρος πια του αστικού μπλοκ απομένει η Χρυσή Αυγή. Αυτή η αμήχανη για τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό επιλογή μπορεί να έχει δυσκολίες αλλά δεν μπορεί να αγνοηθεί. Ή κρισιμότητα στον πυρήνα αυτού του σεναρίου έγκειται προς το παρόν στη δυναμική της ενσωμάτωσης περισσότερο παρά στη λογική της ανοιχτής συμμαχίας. Ο βόθρος σκέψης (think tank) της δεξιάς έδωσε το στίγμα.
Ο κυβερνητικός φασίστας Φαήλος Κρανιδιώτης εξέπεμψε: «Είναι λοιπόν καιρός για άνοιγμα προς τη βάση των ΑΝ.ΕΛ. και της Χρυσής Αυγής, χωρίς προσβολές ή συγκρουσιακά συνθήματα αλλά με πρακτικές πολιτικές», για να συμπληρώσει, «ο κύριος λόγος της στάσης μου είναι ότι η βάση των ΑΝ.ΕΛ. όπως και της Χρυσής Αυγής είναι κυρίως δικοί μας άνθρωποι». Είναι από παλιά γνωστό το κόλπο της επίκλησης στη βάση όταν δεν θέλεις -τάχα- να χρεωθείς τις επιλογές της ηγεσίας. Άλλο είναι αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ όμως. Είχε ήδη τονιστεί ότι η συγκυβέρνηση έχει υιοθετήσει την ατζέντα των ναζί, τώρα πια απομένει να περάσει στις «πολιτικές πρακτικές».
Ευελπιστεί η συγκυβέρνηση και ειδικότερα η φασίζουσα Νέα Δημοκρατία, ότι θα μπορέσει να ενσωματώσει τη Χρυσή Αυγή μέσω της εφαρμογής της πρακτικής της πολιτικής στο δρόμο. Άλλωστε πια συμμορία είναι πιο ισχυρή από την ίδια την αστυνομία; Αυτή η τακτική αποσκοπεί στο να αποφύγει την αμηχανία της ανοιχτής συμμαχίας ή/και συγκυβέρνησης , με τους ναζιστές. Αυτό ασφαλώς από την άλλη μεριά δε σημαίνει ότι δεν μπορεί αυτή η επιλογή να τεθεί ως προτεραιότητα σε μια ακόμη πιο επείγουσα συγκυρία μέσα στην ίδια την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Το τοτέμ του έθνους θα παραλάβει τα σκήπτρα από τη «φτωχή» και με «δημοκρατικά φτιασίδια» «νομιμότητα», ώστε η κατάσταση εξαίρεσης να ισοπεδώνει όχι με βάση το ποιος επιλέγουμε να σωθεί αλλά με βάση το ποιος πρέπει να εξοντωθεί εδώ και τώρα.
Ο πιθανός τρόπος για να μπορέσει να είναι εφικτό το ανοιχτά εκ-φασισμένο κυβερνητικό σχήμα είναι να δοθούν «έμψυχα ανταλλάγματα» στους ναζιστές. Η αντί-εξέγερση να καταλάβει το «δρόμο» και μέσω της τρομοκρατίας της να οργανώσει πληβειακές δυνάμεις που θα συγκροτούν τη βάση της νέας διαχείρισης. Βασική προϋπόθεση γι’ αυτό το σενάριο αποτελεί η διαχείριση της «οικονομικής πολιτικής» και γενικότερα της κεντρικής πολιτικής από τον αστικό κόσμο. Διαδικασία όμως που είναι εκ των ων ουκ άνευ αφού οι νέο-ναζιστές σε αντίθεση ακόμη και με τα ιστορικά τους πρότυπα δεν έχουν να καταθέσουν ούτε μια έστω ψεύτικη αφήγηση διαχείρισης της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας πέρα από την κυρίαρχη.
Το πιο κοντινό παράδειγμα στην προοπτική που σκιαγραφούμε έχει ήδη λάβει χώρα με τον «Ξένιο Ζευς». Εάν μπορούμε να σκεφτούμε ένα κυβερνητικό σχέδιο κατά το οποίο αυθαίρετα θα συλλαμβάνονταν προληπτικά 100.000 Έλληνες πολίτες για να διαπιστωθεί εάν έχουν με οποιονδήποτε τρόπο παρανομήσει και τελικά βρισκόταν παράνομοι 4.000 και οι υπόλοιποι αφήνονταν «ελεύθεροι» με την ανάμνηση του κρατητηρίου και εδραιωμένη την πίστη ότι αποτελούν διαρκή στόχο των άγρυπνων οργάνων της εξουσίας έχουμε ατόφια την εικόνα του μελλοντικού φασισμού.
Το ίδιο σενάριο που σχετίζεται με τη δύναμη του παραδείγματος, έλαβε χώρα και στις εκκενώσεις των κατειλημμένων κτηρίων. Αυτό που χτυπήθηκε μπροστά στα μάτια του λαού είναι η διάθεση αδιάλλακτης αντίστασης που είναι φυσικά -πάντα ήταν- ο τρόπος, η διαδικασία επιβίωσης των από-τα-κάτω. Σε συνθήκες ευμάρειας αποτελούσε επιλογή, σε συνθήκες κρίσης αποτελεί μονόδρομο. Η εξουσία το ξέρει, και θα κάνει τα πάντα για να μην το μάθουν οι υποτελείς τάξεις.
Η Αριστερά
Κάνοντας μια μικρή παρέκβαση από το σώμα του άρθρου, θα πρέπει δυστυχώς να αναφερθούμε για άλλη μια φορά στις δυνάμεις της Αριστεράς. Θα προσπαθήσουμε το σχόλιο μας να είναι σύντομο, γιατί πραγματικά η ζωή είναι άλλού, αυτή τη στιγμή. Άλλωστε αυτό που μας ενδιαφέρει σε σχέση με την Αριστερά είναι που βάζει το όρια της ανάμεσα στον αυτό-εξευτελισμό, και την κοινωνική αξιοπρέπεια. Αυτό είναι που μας χρειάζεται για να μπορούμε να κάνουμε πολιτική.
Για το ΚΚΕ τα πράγματα είναι μάλλον πιο απλά. Ο εναγκαλισμός του με τον αυτό-εξευτελισμό μοιάζει να είναι αδιάρρηκτος. Η φαιδρότητα και ιλαρότητα που προκαλεί συνίσταται σε δυο-τρεις βασικές του τοποθετήσεις. Αφ’ ενός τα κόμματα είναι προφανώς ιερές αγελάδες και τα γραφεία τους ιεροί «στάβλοι», οπότε φαίνεται λογική η καταδίκη της κατάληψης των γραφείων του κυβερνητικού εταίρου της ΔΗΜΑΡ. Δεν λαβαίνουμε κόπο να υπογραμμίσουμε ότι όλα τα κόμματα ακόμη και τα αστικά και τα γραφεία τους είναι ιερά πριν την επανάσταση, ενώ μετά είναι για φούντο, με μόνο κόμμα το ΚΚΕ.
Δεν λαβαίνουμε κόπο να κάνουμε το αβίαστο χιούμορ να σκεφτούμε το Λένιν να καταδικάζει την συμβολική κατάληψη των γραφείων του Κερένσκυ. Αντιθέτως θα επικεντρώσουμε σε δυο βασικά σημεία, στην ανακοίνωση που μιλά για πρόκληση της όξυνσης της καταστολής από μεριάς των αναρχικών η οποία απλά δείχνει πόσο μακριά από την ίδια την καταστολή βρίσκεται το ΚΚΕ, για το οποίο μάλλον δεν ήταν αρκετά «κατασταλτικά» τα όσα έχουν διεξαχθεί το προηγούμενο διάστημα εις βάρος του εργαζόμενου πληθυσμού. Η ουσία όμως της σκέψης του βρίσκεται στην δεύτερη ανακοίνωση του με την οποία εκφράζει τη θέση ότι τα άδεια κτήρια πρέπει να διαχειρίζονται από τους δήμους.
Μα αυτό ακριβώς γίνεται αυτή την στιγμή. Με εντολή Καμίνη υποτίθεται ότι γίνεται η όλη διαδικασία εκκένωσης. Άρα θα πρέπει να ανήκουν σε δήμους οι οποίοι θα είναι «κόκκινοι». Τόσα χρόνια όμως που το ΚΚΕ σε πλείστες όσες περιπτώσεις κατέλαβε την εξουσία στους δήμους με εκλογές κανένα αξιοσημείωτο έργο δεν καταγράφηκε στη συλλογική συνείδηση. Σε αυτό το γεγονός, μόνιμη απάντηση αποτελούν τα παράπονα για ελλιπή κρατική χρηματοδότηση. Εδώ όμως μπαίνουν δυο νέα ζητήματα. Πως καταφέρνει το «ανοργάνωτο και χωρίς προσανατολισμό» αν όχι «προβοκατόρικο και αποπροσνατολιστικό» κίνημα βάσης και οι αναρχικοί να δημιουργούν σήμερα κοινωνικά ιατρεία, παντοπωλεία, καφενεία, παιδικούς σταθμούς, ραδιόφωνα κλπ; Τα χρηματοδοτεί ο Σόρος; Όχι. Τα χρηματοδοτεί η κοινωνική ανάγκη, η αλληλεγγύη και η πίστη στην ανατροπή του υπάρχοντος εδώ και τώρα.
Η θέση του ΚΚΕ λοιπόν, είναι και πάλι η λαική εξουσία. Μια των ημερών θα έρθει, το κόκκινο κράτος, θα δίνει χρήματα στους κόκκινους δήμους και θα γίνουν νέα και όμορφα κόκκινα σχολεία. Πράσινα άλογα δηλαδή. Η θέση του ΚΚΕ, για εμάς ως διαλεκτικούς υλιστές που ξέρουμε να πετάμε το επαναστατικό καϊμάκι για να βρούμε το γλυκό, σημαίνει πολύ απλά: να διαχειρίζονται τα άδεια κτήρια οι δήμοι, ισούται με την απέριττη και πιο ειλικρινή δήλωση που θα μπορούσε να κάνει: Συνέχισε Καμίνη την καλή δουλειά, Σαμαρά βγάλε τις φανταστικές κουκούλες. Η Πέμπτη φάλαγγα είναι εδώ.
Κλείνοντας, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι ο μικροαστός είτε ως δεξιός είτε σαν αριστερός, μπορεί απλά να αλλάξει τη φρασεολογία που χρησιμοποιεί για να τονίσει ή να αποκρύψει την κοινή πολιτική αισθητική της αντεπανάστασης.
Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, συνεχίζοντας να ακολουθεί την πολιτική του Ιανού με βάση την δομή του κόμματος νέου-νέου τύπου, η άκρτιτη καταδίκη των αναρχικών είναι πολιτική και συλλογική και η κριτική υποστήριξη είναι ατομική και α-πολίτικη, δηλαδή κάτι σαν ατομικό συναισθηματικό σκίρτημα. Άχρηστα πράματα δηλαδή.
Η αλήθεια είναι ότι, όταν η μεγαλύτερη επίθεση στις κοινωνικές αντιστάσεις διεξάγεται στο όνομα της «νομιμότητας» τότε η ταύτιση της λογικής που έχει να κάνει με την βασική προγραμματική θέση, της περιόδου, όπως εκφράστηκε από τα πλέον επίσημα χείλη του ΣΥΡΙΖΑ και συμπυκνώνεται στη φράση «θα τους τρελάνουμε στη νομιμότητα», τότε όλες οι άλλες αναλύσεις αποτελούν μάλλον παρεκβάσεις και προσωπικές σκοτούρες, παρά σχετίζονται με το θέμα μας. Δε μένουν πολλά να ειπωθούν πέρα από τη διαπίστωση ότι το εξουσιαστικό μπλοκ τα καταφέρνει καλύτερα στον αγώνα για το ποιος θα τρελάνει ποιόν με εργαλείο πάντα την νομιμότητα.
Κλείνοντας κι από δω οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι οι καθεστωτικές δηλώσεις που θέλουν τον ΣΥΡΙΖΑ να υποθάλπτει τους αναρχικούς, στόχο μπορεί να έχουν να πληγεί ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά κυρίως καταφέρνουν να προσβάλλουν τους αναρχικούς.
Τέλος, δεν θα ασχοληθούμε ιδιαιτέρως με την εξωκοινοβουλευτική συνιστώσα της Αριστεράς. Όχι από κάποια υστεροβουλία αλλά λόγω των αντικειμενικών συνθηκών. Η μεγάλη εικόνα μας δίνει τα εργαλεία διαύγασης της μικρότερης. Η πεποίθησή μας ότι ο σχηματισμός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έχει πια λόγο αυτόνομης πολιτικής ύπαρξης σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, μας κάνει να θεωρούμε το ίδιο και για τα ζητήματα άμεσης πάλης κι αντίστασης, τα ζητήματα βάσης.
Η κομματικοποίηση των κοινωνικών χώρων παρέμβασης της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς την καθιστά άχρηστη και αναποτελεσματική στους χώρους που ιστορικά είχε κάποια παρέμβαση, π.χ. στα πανεπιστήμια, παρέμβαση η οποία θα μπορούσε όντως να είναι χρήσιμη μέχρι ενός σημείου, ώστε να δημιουργηθούν νέες κοινωνικές συνδέσεις νομιμότητας του επαναστατικού κινήματος. Η δε προσφορά στο θεωρητικό οπλοστάσιο του επαναστατικού κινήματος είναι όχι απλά κατώτερη των περιστάσεων αλλά εκτός πραγματικότητας.
Η διαύγαση της κρατικής επίθεσης ως χτύπημα στα «δημοκρατικά δικαιώματα», από τη μια αγνοεί τις βασικές νέες προκείμενες της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης και από την άλλη προδίδει τη θέληση, το πλαίσιο αγώνα να περιστραφεί γύρω από μια επιστροφή στην κανονικότητα, η οποία δεν υπάρχει πια. Ότι δηλαδή συγκροτεί το πλαίσιο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στα μακροπολιτικά θέματα. Δυστυχώς το εξωκοινοβούλιο δεν μπορεί να παίξει ούτε το ρόλο του ΚΚΕ ως μπαμπούλα των «ανεξέλεγκτων επαναστατών» ούτε το ρόλο του πόλου ενσωμάτωσης ως άλλος ΣΥΡΙΖΑ. Δεν έχει θέση, δεν μπορεί να σταθεί. Δεν εκπροσωπείται άρα πρέπει να εκπροσωπηθεί. Δεν μπορεί να παράξει συλλογική πολιτική άρα θα παραχθεί ατομική. Τα χυδαία στοιχεία, της δεξιάς τάσης θα σαμποτάρουν μιλώντας για δευτερεύον ζήτημα, ως μεταλλαγμένο εξωκοινοβουλευτικό ΚΚΕ, και τα φιλότιμα άτομα θα στοιχηθούν πίσω από τις σημαίες των αναρχικών, στις πορείες αλληλεγγύης.
Το αναρχικό κίνημα.
Το αναρχικό κίνημα έχει να αντιμετωπίσει άλλη μια φορά στην πολύχρονη διαδρομή του τον κίνδυνο του αφανισμού, μέσα από την πιο συγκροτημένη πολιτικά, ιδεολογικά και κατασταλτικά επίθεση που του έχει γίνει από το 1995 κι έπειτα. Στόχος μας είναι στο κλείσιμο αυτού του άρθρου να σκιαγραφήσουμε μια αποτελεσματική στρατηγική για την υπέρβαση της επίθεσης, την ισχυροποίηση των θέσεων μας, και την περαιτέρω ανάπτυξη.
Πρώτο και κυριότερο συστατικό στοιχείο μιας τέτοιας στρατηγικής είναι η συνέχιση στην παραγωγή αυτόνομης πολιτικής δράσης από τα κάτω. Δυο μεγάλα συμβάντα έχει αναδείξει το αναρχικό κίνημα στην κεντρική πολιτική σκηνή μέσω της πολιτικής και κοινωνικής του δράσης. Το ένα αφορά το πεδίο του αντιφασισμού με μέσο τις μηχανοκίνητες περιπολίες.
Και το άλλο αφορά την αντικρατική αντίσταση και τέθηκε μέσω της ενέργειας ανακατάληψης της Villa Amalias. Με αυτές τις δύο ηρωικές ενέργειες το αναρχικό κίνημα βγήκε από το δίλημμα βία – μη βία, απαντώντας με την διαλεκτική που φέρει ως έννοια η ευθύνη. Βγήκε από το δίλημμα ακτιβισμός ή πολιτική, απαντώντας πολιτικός ακτιβισμός, δηλαδή ακτιβισμός με συγκεκριμένο πολιτικό στόχο. Παράλληλα δείχνει το δρόμο για το πώς να δημιουργήσει η κοινωνική βάση κεντρικά πολιτικά γεγονότα, ανατρέποντας την ατζέντα της ακροδεξιάς, ή τουλάχιστον τον μονόλογό της πάνω σε αυτά, και παράλληλα καταδεικνύει το δρόμο του αδιάλλακτου αγώνα. Οι εικόνες με τις γεμάτες κλούβες είναι κι αυτές εικόνες από το μέλλον, και μάλιστα οι μοναδικές για τους καταπιεσμένους εάν δεν νοηθούν ως τέτοιες, δηλαδή μελλοντικές εικόνες, αυτές του Δεκέμβρη.
Η παραγωγή αυτόνομης πολιτικής λύνει τα χέρια του κινήματος -ως ένα βαθμό- και στην υπόθεση των πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών. Η αριστερά και οι πολιτικοί φορείς αναγκάζονται να πάρουν θέση, ενώ πλέον δεν μπορούν να καπελώσουν τις αυτόνομες διαδικασίες γιατί δεν μπορούν πλέον να υπερασπιστούν τον πυρήνα της επαναστατικής πολιτικής. Οι κορώνες για σοσιαλδημοκρατική ενσωμάτωση του κινήματος, που αποτελούν την επίγευση στις φαιδρές δηλώσεις περί Βερολίνου, Κριστιανίας, και δημάρχων αγνοούν, την κατάσταση του καπιταλισμού στις χώρες που αναφέρονται ως παραδείγματα πετυχημένης ενσωμάτωσης, σε σύγκριση με το κρισιακό ελλαδικό περιβάλλον. Ουσιαστικά είναι σα να λες το 1939, «κοίτα τι ωραία έχουν ενσωματωθεί οι Εβραίοι στην Αμερική, γιατί δεν το κάνουν και στη Γερμανία;». Αφέλεια ή βολική ανοησία δεν μας αφορά. Το τι να κάνουμε θα πρέπει να μπαίνει για μας στη βάση της διαλεκτικής ανάμεσα στην περιφρούρηση και την απάντηση, την άμυνα και την επίθεση.
Η ανακατάληψη της Villa Amalias συγκρότησε τη δυναμική της επίθεσης[2]. Το θέμα τέθηκε. Μένει να καταστρωθεί τώρα η δυναμική της αντίστασης. Περιφρούρηση δε σημαίνει τώρα σύγκρουση με την αστυνομία. Η στρατηγική της έντασης είναι σχεδόν πάντα καταστρεπτική ειδικά εάν δεν συνδέεται με μακροκοινωνικές κινήσεις αντίστασης κι ανατροπής. Το βάρος πέφτει στον επανασχεδιασμό των τρόπων απόσπασης κοινωνικής νομιμοποίησης. Αποτελεί στοίχημα λοιπόν, το άνοιγμα των καταλήψεων, η προπαγάνδα, οι κοινωνικές συμμαχίες που χτίζονται μέσω της παρέμβασης των κατειλημμένων χώρων στις διεκδικήσεις που θέτουν οι κοινωνικές ανάγκες σήμερα.
Επίσης, η δυναμική των διαδικασιών αυτοοργάνωσης και αυτοδιαχείρισης, η σκιά των οποίων φτάνει πιο ψηλά από τον πολιτικό φορέα που τις εισήγαγε στη δημόσια σφαίρα, αποτελεί την βασική πολιτική επένδυση που μένει να ανακεφαλαιώσει το αναρχικό κίνημα ώστε να εξαντλήσει τα αποθεματικά των κοινωνικών συμμαχιών και να αντέξει στην επίθεση. Γιατί πρέπει να ξέρουμε κι εμείς αυτό που ήδη γνωρίζει ο αντίπαλος. Εάν αυτή η επίθεση δεν καταφέρει να διαλύσει το αναρχικό κίνημα είναι σίγουρο ότι θα το δυναμώσει μάλλον αφόρητα για τους εξουσιαστές.
Τέλος, η αναβάθμιση του περιεχομένου του πολιτικού λόγου του αναρχικού κινήματος, συνεπάγεται αναπόφευκτα την οργανωτική του ανασυγκρότηση. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα πρέπει να ξεπεραστούν πολλές ιδεοληψίες, πρέπει να εκφραστεί κάποια οργανωτική σύγκλιση. Γιατί εάν την επίθεση την κάνουν οι φασίστες εμείς μπορούμε να παρατάξουμε τις αντιφασιστικές δομές, τις πολιτοφυλακές, τις περιπολίες. Εάν την επίθεση την κάνει το κράτος ποια οργανωμένη και συντονισμένη δύναμη θα αντιπαρατεθεί;
Πρώτο βήμα για την ευρύτερη συμμετοχή και τον συντονισμό, πέρα από την οργάνωση την οποία μπορούν να συγκροτήσουν κυρίως τα πιο προωθημένα πολιτικά τμήματα του αναρχικού κινήματος, θα μπορούσε να είναι ένα ενιαίο συντονιστικό λαικής αυτοάμυνας, προπαγάνδας, αντίστασης και δράσης, με πλαίσιο τον αντικρατικό και αντιφασιστικό αγώνα και άμεσα καθήκοντα την περιφρούρηση χώρων, τη διοργάνωση κεντρικών εκδηλώσεων και φεστιβάλ, τη διοργάνωση πορειών και διαδηλώσεων, τη συγκρότηση πολιτοφυλακών με παρεμβάσεις στις γειτονιές και στους χώρους που προκαλούν κοινωνικές συνδέσεις και αφορούν κυρίως τα δημόσια αγαθά που μπαίνουν σε διαδικασία σπάνης.
Από την άλλη πλευρά για να καλύψουμε και την απαισιόδοξη εκφορά της πραγματικότητας, η απάντηση μας εαν χρειαστεί να φτάσουμε σε θέσεις ανοιχτού πολέμου, θα πρέπει να έχει παντα στο μυαλό της απο τη μία την κοινωνική πραγματικότητα, και η δράση της να ταυτίζεται πάντα με τα συμφέροντα του προλεταριάτου και απο την άλλη να δίνει το παράδειγμα στην τάξη μας, συγκροτώντας την αντεπίθεση μας στη βάση του λόγου του Μαλατέστα: "ίσως χρειαστεί να πέσουμε και τότε καθήκον μας θα είναι να κρατήσουμε ψηλά τις σημαίες μας, γιατί εαν κρατήσεις τις σημαίες σου ψηλά πάντα θα βρεθεί ο επόμενος που θα συνεχίσει, γιατί εαν κρατήσουμε τις σημαίες μας ψηλά θα έχουμε νικήσει".
[1] http://stratigos-anemos.blogspot.gr/2013/01/blog-post_11.html
[2] http://sinialo.espiv.net/?p=9823
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου