Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Στο Κ*Βοξ: Διάλογος με έναν άνεργο


005zto6sa

Aλέξης (άνεργος): Επιτρέψτε μου να παρέμβω στη συζήτηση σας φίλοι μου. Σ’ άκουσα πριν Νίκη να λες πως πρέπει να καταλάβουμε τα μέσα παραγωγής. Δηλαδή εννοείς πως δεν πρέπει να ‘χουμε αφεντικά και ιδιοκτήτες στις επιχειρήσεις;
Νίκη: Nαι, αυτό είπα. Σου άρεσε ποτέ να έχεις κάποιο αφεντικό που σ’ εξετάζει σαν άλογο στα δόντια πριν σε προσλάβει συγκρίνοντας το βιογραφικό σου με άλλα και σ’ εξαναγκάζει να του πεις ψέματα για να σε προσλάβει, πως τάχα σε ενδιαφέρει η κωλοεπιχείρησή του και όχι ότι απλώς προσπαθείς να ζήσεις, που σου βάζει κάμερες πάνω απ’ το γραφείο ώστε να τσεκάρει πόσες σταγόνες ιδρώτα χύνεις στη χαρτούρα και που σ’ απολύει μόλις μειωθούν λιγάκι τα κέρδη του;

Aλέξης: Φυσικά και δεν γούσταρα ποτέ τα αφεντικά. Όμως ούτε τους συνδικαλιστές και τους εργατοπατέρες συμπαθώ, που είναι στην πραγματικότητα ματαιόδοξα αφεντικά με στολή εργάτη – κάτι σαν κρυφοί εχθροί, έτοιμοι να σε ξεπουλήσουν αφού πρώτα σε χαϊδέψουν στ’ αυτιά με τα κούφια, γεμάτα οργή υποτίθεται, λόγια τους.

Νίκη: Και ποιός επιτρέπει σ’ όλους αυτούς τους επαγγελματίες συνδικαλιστές να μας εκπροσωπούν φίλε μου; Εμείς οι ίδιοι, που είτε βουλιάξαμε σαν βολεμένοι στο δημόσιο, πιστεύοντας αυτά που ακούσαμε μεγαλώνοντας, δηλαδή πως «μήνας μπαίνει-μήνας βγαίνει» θα ‘χουμε το μισθό στην τράπεζα• που αισθανθήκαμε από πάνω και ευγνώμονες προς τ’ αφεντικά που μάς έδωσαν μια θέση αναλώσιμου εξαρτήματος στα γρανάζια της μηχανής παραγωγής του κέρδους τους! Γιατί δεν μας πείραξε ποτέ που πληρωνόμασταν ένα μικρό μόνο μέρος αυτού που προσφέραμε με την εργασία μας; γιατί δεν μας πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι είμαστε σκλάβοι και μάλιστα χωρίς καν να το ξέρουμε, όπως σε παλαιότερες εποχές;

Αλέξης: Μα, είναι λογικό ο επιχειρηματίας να κερδίζει περισσότερα απ’ όσα όλοι οι υπάλληλοι του συνολικά. Αφού αυτός βάζει το κεφάλαιο, αυτός έχει και το ρίσκο.

Νίκη: Το κεφάλαιο δεν του ‘ρθε σαν μάννα εξ ουρανού. Είτε το κληρονόμησε, γεγονός που αναπαράγει την ανισότητα, είτε το εξασφάλισε από το Κράτος με κάποιο μηχανισμό που νομοθετήθηκε ακριβώς για να προστατεύσει την ιδιοκτησία «αυτών που έχουν», οπότε το πληρώσαμε όλοι μαζί εμείς, είτε το κέρδισε στο τζόγο και αεριτζίδικα γιατί – και θα συμφωνείς νομίζω – σ’ αυτό τον κόσμο λεφτά έχουν όσοι γεννήθηκαν πλούσιοι, οι απατεώνες, οι αεριτζήδες και οι κάθε είδους αντικοινωνικοί βολεψάκηδες. Εσύ γιατί ποτέ δεν έτυχε να ‘χεις αυτό το κεφάλαιο φίλε μου; Όσο για το ρίσκο, ας ρωτήσουμε τις χήρες των ναυτεργατών, ή των ανθρακωρύχων, ή των οικοδόμων τι πάει να πει ρίσκο. Αυτοί ρισκάρουν λεφτά, που μόλις είπαμε πώς τα βρίσκουν• εσύ είσαι ο μαλάκας που ρισκάρει την ζωή του και την ψυχική του υγεία καθημερινά. Και μάλιστα για ένα κομμάτι βρώμικο ψωμί. Αλλά το χειρότερο είναι ότι μάς έμαθαν να λέμε και ευχαριστώ κάνοντας μια μικρή υπόκλιση στους «ευεργέτες» μας…. Τί ντροπή!

Αλέξης: Ναι ρε Νίκη, δίκιο έχεις, αν και το υπερβολικό σου ύφος με κάνει να αισθάνομαι αμήχανα. Αλλά, όλα αυτά τα έλεγαν και οι κομμουνιστές στη Σοβιετική Ένωση και είδες τι έγινε. Οι γραφειοκράτες του κόμματος έγιναν τελικά οι διευθυντές και το Κράτος το μεγάλο αφεντικό που εκμεταλλευόταν και πάλι τους εργαζόμενους, και μάλιστα πληρώνοντας τόσα ώστε απλώς να επιβιώνουν δύσκολα και υπό καθεστώς πλήρους ανελευθερίας.

Νίκη: Γι΄αυτό κι οι θεσμοί κι η οργάνωση που θέλουμε να εφαρμόσουμε θα πρέπει ν’ αποκλείουν κάθε πιθανότητα συγκέντρωσης εξουσιών. Να φροντίσουμε ώστε την εξουσία να μην έχει ούτε μία μειοψηφία, ούτε όμως η πλειοψηφία, αλλά να επιτυγχάνεται, όσο τουλάχιστον είναι δυνατό, η εναρμόνιση μεταξύ των διαφορετικών κατευθύνσεων. Φυσικά, το να αποδεχόμαστε το Κράτος είτε ως καθοδηγητή, είτε ως διαιτητή, είναι μια συλλογική ομολογία αδυναμίας να αναλάβουμε την ευθύνη των αποφάσεων και πράξεων μας.

Αλέξης: Κάτσε ρε συ, δηλαδή αν αύριο μαζευόμασταν είκοσι άτομα και ανοίγαμε μια μη ιεραρχική, ακριβώς έτσι όπως την περιγράφεις, επιχείρηση, δεν θα πληρώναμε φόρους στο Κράτος; Δεν θα δεχόμασταν κρατικές επιδοτήσεις; Δεν θα λειτουργούσαμε βάσει όλου αυτού του κυκεώνα νόμων και ρυθμίσεων που διέπουν όλη την οικονομική δραστηριότητα;

Νίκη: Ελπίζω να συμφωνούμε, αρχικά, πως δεν εμπιστευόμαστε κανέναν αντιπρόσωπο, εκπρόσωπο ή ειδικό που θα διαχειριστεί τις ζωές μας ή το προϊόν του μόχθου μας. Αποδίδοντας φόρο στο Κράτος τι ακριβώς κάνουμε; Μοιραζόμαστε υποχρεωτικά ένα μέρος των καρπών της εργασίας μας με έναν εξουσιαστικό θεσμό που μπορεί να προμηθεύει με ένα μέρος αυτών σχολεία και νοσοκομεία, χαρίζει όμως το μεγαλύτερο μέρος τους σε τραπεζίτες, βιομηχανίες όπλων, μεγαλοκατασκευαστές και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Πληρώνοντας φόρο στην ουσία αποδέχεσαι πως εμπιστεύεσαι στο Κράτος την διαχείριση των πόρων με την ελπίδα ότι θα διαδραματίσει έναν αναδιανεμητικό ρόλο… έναν ρόλο που στις «καλές του εποχές» τον έπαιζε πολύ τσιγγούνικα και που σήμερα τον έχει απαρνηθεί σχεδόν ολοκληρωτικά. Ε, λοιπόν, δεν εμπιστεύομαι το Κράτος και πιστεύω πως μπορούμε να προσφέρουμε πολύ πιο αποδοτικά στο κοινωνικό σύνολο, δίνοντας του, με διαφανείς τρόπους μάλιστα, λογαριασμό στο πώς ακριβώς ξοδεύουμε όσα δεν μοιράζονται μεταξύ των εργαζομένων και των οικογενειών τους. Να είσαι βέβαιος πως δεν θα σπαταλούσαμε δεκάρα τσακιστή για σφαίρες, δακρυγόνα, ολόχρυσα ράσα, λιμουζίνες και ένα σωρό άλλα εντελώς άχρηστα πράγματα. Αντιθέτως, θα δίναμε όσο γίνεται περισσότερα για σχολεία που καλλιεργούν την κριτική σκέψη και τη δημιουργική φαντασία, για φροντίδα υγείας προς όλους, για πολιτιστικά κέντρα και πάρκα. Όσο για τις κρατικές επιδοτήσεις, εννοείται πως δεν θ’ αποδεχόμασταν καμία βοήθεια απ’ το Κράτος. Κι αυτό όχι επειδή θέλουμε να το καταργήσουμε για χάρη της «ελεύθερης αγοράς», όπως λένε κάτι άσχετοι ή κάποιοι «φιλελεύθεροι», ούτε επειδή η ηθική μας δεν σηκώνει βοήθεια, αλλά ακριβώς γιατί, αν συμμαχήσεις με το Κράτος έχεις απαρνηθεί την ουσία του εγχειρήματος. Πίστεψέ με: αν οι συμπολίτες μας ήθελαν να στηρίξουν με οποιονδήποτε τρόπο το εγχείρημα, θα το έκαναν χωρίς κανένα μεσάζοντα. Αυτό είναι – εντάξει, κάπως απλοϊκά ειπωμένο τώρα – η αυτοδιαχείριση και η αυτοοργάνωση.

Αλέξης: Κι οι μισθοί; Πόσο θα διαφοροποιούνταν παραδείγματος χάριν οι αποδοχές της καθαρίστριας και του χημικού μηχανικού;

Nίκη: Βασική προϋπόθεση για να λειτουργήσει μια αυτοδιευθυνόμενη κοινωνία, είναι η απόλυτη ισότητα των εισοδημάτων, ώστε σταδιακά η ιδέα «Εγώ κερδίζω περισσότερα από σένα», να φαίνεται τόσο γελοία όσο και η ιδέα: «Εγώ είμαι καλύτερος από σένα γιατί η προγιαγιά μου κοιμήθηκε με το βασιλιά που έκανε τον προπάππου μου βαρώνο». Αυτό το μέτρο δεν θα είναι μακρινό αποτέλεσμα , αλλά αρχικό μέσον για να καταργηθεί, να κοπεί άμεσα η «οικονομική» ή «οικονομίστικη» νοοτροπία, αυτή που μας κάνει να θέλουμε περισσότερα απ’ τους άλλους, ή να θέλουμε να πάρουμε την τάδε θέση για να πάρουμε περισσότερο απ’ τους άλλους. Είναι ανάγκη να καταστρέψουμε το σε πλήρη αποσύνθεση σύστημα «αξιών», σχέσεων και κινήτρων που συνδέονται με το καπιταλιστικό σύστημα και η απόλυτη ισότητα των εισοδημάτων είναι πολύ πιθανό πως θα συνεισφέρει τα μέγιστα σε αυτό.

Aλέξης: Κι αν κάποιος ήταν τεμπέλης, θα συνέχιζε ν’ αμοίβεται χωρίς να προσφέρει;

Nίκη: Η λέξη «τεμπέλης» είναι αρκετά παρεξηγημένη και χρησιμοποιείται κυρίως ώστε να προκαλέσει ενοχές. Σε ένα παιδί που είτε δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του σχολείου, είτε η γνωστική ύλη του σχολείου είναι εκτός των ενδιαφερόντων του και απαντά με αδιαφορία, φορτώνεται αμέσως η ταμπέλα του «τεμπέλη», δίχως να εξεταστούν οι διάφοροι παράγοντες που μπορεί να προκαλούν αυτή τη στάση. Με τον ίδιο τρόπο ο τίτλος του «τεμπέλη» αποδίδεται σε εργαζόμενους που ίσως τυχαίνει να βρίσκουν αδιάφορη και μη δημιουργική την εργασία τους. Λοιπόν, ο εν λόγω «τεμπέλης» μπορεί να αποδειχθεί πολύ πιο δημιουργικός και συνεργάσιμος αν του δοθεί η ευκαιρία να εργαστεί σε άλλο πόστο ή η ευκαιρία να δουλέψει ώστε να προσφέρει και όχι να κερδίσει απλά το μεροκάματο του τρόμου• αν του δοθεί η δυνατότητα να συνδιαμορφώσει το πλάνο εργασίας και όχι να υπακούσει στις άνωθεν αδιαπραγμάτευτες εντολές. Κι αν τυχόν, τελικά, είναι άνθρωπος τέτοιος που απλώς αρέσκεται στο να παρασιτεί, υπάρχουν και τέτοιοι, πολύ απλά δεν θα συνεχίσει να είναι αποδεκτός από την εργατική ένωση στην οποία θα συμμετέχει.

Αλέξης: Οπότε, λοιπόν, αφού προτείνεις μία εντελώς διαφορετική οργάνωση της εργασίας, φαντάζομαι πως θεωρείς όλες τις διεκδικήσεις στα καπιταλιστικά πλαίσια μάταιες;

Νίκη: Όχι μάταιες ακριβώς. Απλώς σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, επουσιώδεις, εκτός κι αν εντάσσονται συνειδητά σε μια προοπτική ολικής καταστροφής του καπιταλιστικού οικονομικού μοντέλου. Ο καπιταλισμός, ή για να στο πω αλλιώς, η βαρβαρότητα, δεν θεραπεύονται. Ή είσαι ή δεν είσαι δούλος. Ή πονάς ή δεν πονάς. Αν ζητούμενό σου είναι απλώς να μην σφαδάζεις, θα ζεις συνέχεια και με τον φόβο του πόνου και, επίσης, θα είσαι με έναν περίεργο τρόπο «έτοιμος» ανά πάσα στιγμή να πονέσεις λίγο περισσότερο – αρκεί να σου δείξουν έλεος στο τέλος. Αυτό δεν είναι ζωή με αξιοπρέπεια όμως. Είναι η απόλυτη κατάντια κι εξευτελισμός. Έτσι δεν είναι;

Αυτό δεν σημαίνει ότι προχωράς στην ζωή με ένα σκεπτικό ότι «αν δεν κάνουμε την επανάσταση αύριο το πρωί στις 9.00 ακριβώς, αποτύχαμε»! Αγωνίζεσαι διαρκώς για πολλές μικρές και μεγαλύτερες νίκες, άλλωστε, η μία φέρνει την επόμενη. Αλλά όλη σου η δράση πρέπει να στοχεύει στην πλήρη κατάργηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της όλης οργάνωσης της ζωής, σε κάθε της έκφανση, γύρω απ’ αυτό. Άρα: διαρκείς, παράλληλες και πολύπλευρες δράσεις αλλά όχι παζάρια. Διαφορετικά το «πώς θα τα καταφέρουμε» θα μετατραπεί σε «αν και πόσα θα γλιτώσουμε» πριν καλά καλά το καταλάβουμε.

Αλέξης: Δεν τα λες άσκημα. Καθόλου. Δεν ξέρω. Η φτώχεια φέρνει φτώχεια. Η μιζέρια φέρνει πνευματική και ηθική καταρράκωση. Πρέπει να σκεφτώ, να οργανώσω τη σκέψη μου. Αυτό που αισθάνομαι τώρα είναι όμως μια θλίψη που δεν έχω δουλειά και μάλιστα όχι για τους αυτονόητους λόγους , αλλά για έναν άλλο: αν είχα αφεντικό, νομίζω πως θα το τάραζα στις σφαλιάρες….

Κάτι σαν σημείωση: Το να συζητά κάποιος/-α με φίλους σε ένα κοινωνικο κέντρο – όαση ελευθερίας, που βρίσκεται στην καρδιά μιας τερατούπολης γεμάτης δυστυχία και όπου η κρατική βία είναι πια καθημερινότητα, αναπόφευκτα θυμίζει τις συζητήσεις του «Στο Καφενείο» του Μαλατέστα. Η φράση “«Εγώ κερδίζω περισσότερα από σένα», να φαίνεται τόσο γελοία όσο και η ιδέα: «Εγώ είμαι καλύτερος από σένα γιατί η προγιαγιά μου κοιμήθηκε με το βασιλιά που έκανε τον προπάππου μου βαρώνο»” ανήκει βέβαια στον Κορνήλιο Καστοριάδη.

Συνδιαμόρφωση από Efor, Ian Delta, Christina

Σύντομο URL: http://eagainst.com/?p=46499

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου